Τρελοποδόσφαιρο


Το «Κύπελλο Σουηδίας» by stokegeo
29/10/2021, 16:34
Filed under: Γεγονότα, Ομάδες

Λοιπόν, αφήστε στην άκρη όποιες σκέψεις ενδεχομένως να έχετε κάνει ενώ διαβάζατε τον τίτλο. Αυτό το κείμενο δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το Κύπελλο της Σουηδίας.

Μα, «Κύπελλο Σουηδίας» δεν λέει στον τίτλο; Σωστά. Μόνο που το «Κύπελλο Σουηδίας» με το οποίο θα ασχοληθούμε παίχτηκε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Στοκχόλμη, το Γκέτεμποργκ, το Μάλμε και την Σουηδία γενικότερα. Παίχτηκε στην Αργεντινή!

Στα τέλη του Μαρτίου του 1958 ξεκίνησε κανονικά το πρωτάθλημα της Α’ κατηγορίας της Αργεντινής. Μετά από τρεις μόνο αγωνιστικές, ωστόσο, διεκόπη. Αιτία; Η συμμετοχή της Εθνικής ομάδας της χώρας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο επρόκειτο να διεξαχθεί το προσεχές καλοκαίρι στην μακρινή Σουηδία και οι ανάγκες της προετοιμασίας της για αυτό.

Η αργεντίνικη Ομοσπονδία, λοιπόν, σε μια προσπάθειά της να κρατήσει σε εγρήγορση τους συλλόγους, πήρε την πρωτοβουλία και ξεκίνησε ένα Κύπελλο. Το σύστημα διεξαγωγής, απλό. Οι 16 ομάδες της Α’ κατηγορίας χωρίστηκαν σε δύο ομίλους των οκτώ. Θα παίζονταν 14 αγωνιστικές (δύο γύροι δηλαδή, με παιχνίδια εντός και εκτός) και οι πρώτοι κάθε γκρουπ θα συγκρούονταν σε μονό τελικό σε ουδέτερο γήπεδο για την ανάδειξη του πρωταθλητή.

Πάντως, η διοργάνωση αυτή προκρίθηκε να γίνει όχι μόνο για να κρατηθούν σε φόρμα οι σύλλογοι, αλλά και για να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη, αφού, αν παρέμεναν αδρανείς στην διάρκεια της διακοπής της λίγκας, θα έχαναν αρκετά χρήματα ακριβώς εξ αιτίας της μη διεξαγωγής αγώνων.

Όσο για το όνομα του νεοσύστατου τουρνουά, ήταν «Κύπελλο Σουηδίας» (στα ισπανικά, «Copa Suecia») και το πήρε αφ’ ενός επειδή η ανάγκη για διεξαγωγή του προέκυψε λόγω της παρουσίας της «αλμπισελέστε» στο σουηδικό Μουντιάλ και αφ’ ετέρου επειδή η ίδια η σουηδική πρεσβεία στην Αργεντινή και ο Σουηδός πρέσβης, Καρλ Μποργκενστιέρνα, δώρισαν το τρόπαιό του στην αργεντίνικη ομοσπονδία!

Στις 20 Απριλίου του 1958 το «Κύπελλο Σουηδίας» ξεκίνησε. Πότε ολοκληρώθηκε; Κάτι παραπάνω από δύο ολόκληρα χρόνια αργότερα! Τι έγινε στο μεταξύ;

Η Αργεντινή πήγε… άπατη στο Μουντιάλ τερματίζοντας τελευταία στον όμιλό της και γνωρίζοντας νωρίς τον αποκλεισμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πρωτάθλημα να ξεκινήσει ξανά νωρίτερα από τους αρχικούς υπολογισμούς, ενώ πλέον δεν υπήρχαν και αρκετές διαθέσιμες ημερομηνίες για να γίνουν τα ματς του «Κυπέλλου Σουηδίας». Ακόμη, ρόλο στο να… αφεθεί στην μοίρα της η διοργάνωση και να «τεντώσει» τόσο το καλεντάρι της έπαιξε και το ότι το ενδιαφέρον του κόσμου για αυτήν, παρότι αρχικά ήταν πράγματι μεγάλο, έπεσε κατακόρυφα, όχι μόνο λόγω της επανέναρξης του πρωταθλήματος που φυσιολογικά απορρόφησε το ενδιαφέρον των φιλάθλων αλλά και επειδή κάποιες ομάδες «κατέβαιναν» στους αγώνες της με πολλούς αναπληρωματικούς.

Παρ’ όλ’ αυτά, η ομοσπονδία δεν πτοήθηκε και αποφάσισε ότι το τουρνουά, αφού είχε αρχίσει, έπρεπε να ολοκληρωθεί. Έτσι, προγραμμάτισε αγώνες και μέσα στο… 1959 και, σιγά σιγά, φθάσαμε στον τελικό, ο οποίος πραγματοποιήθηκε αισίως το 1960!

Μπορεί, πάντως, οργανωτικά το «Κύπελλο Σουηδίας» να μην αποτελεί και… παράδειγμα προς μίμηση, στο αγωνιστικό όμως μέρος επεφύλασσε μία ανεπανάληπτη μέχρι σήμερα εποποιία, με απόλυτη πρωταγωνίστρια την Κλουμπ Ατλέτικο Ατλάντα, μια ομάδα από την γειτονιά Βίγια Κρέσπο του Μπουένος Άιρες με μεγάλη ιστορία (ιδρύθηκε το 1904) και η οποία ανέδειξε και είχε κατά καιρούς στις τάξεις της σημαντικούς ποδοσφαιριστές μεν, χωρίς να καταφέρει να γίνει ποτέ κάποιο μεγάλο μέγεθος στο ποδόσφαιρο της χώρας δε!

Στον πρώτο όμιλο, η Ρασίνγκ Κλουμπ θριάμβευσε. Στον δεύτερο, η Κλουμπ Ατλέτικο Ατλάντα έκανε την έκπληξη (έχοντας να επιδείξει ανάμεσα στα αποτελέσματά της μια επιβλητική νίκη με 4-1 επί της μεγάλης Ρίβερ Πλέιτ!) και ισοβάθμησε στην κορυφή με την Ροζάριο Σεντράλ. Όπως όριζε ο κανονισμός, παίχτηκε μπαράζ σε ουδέτερο γήπεδο μεταξύ των δύο ομάδων για την πρόκριση στον τελικό. Πρακτικά, στο μπαράζ η Ροζάριο έπαιζε εντός έδρας, αφού ο αγώνας έγινε στο «Κολόσο δελ Πάρκε», έδρα της συμπολίτισσας και «αιώνιας» αντιπάλου της, Νιούελς Ολντ Μπόις, αλλά η Ατλάντα κέρδισε με 1-0 χάρη σε γκολ του Ουρουγουανού Βάλτερ Ρόκε και με τον τερματοφύλακά της, Άνχελ Ρότσα, να αποκρούει στο τέλος πέναλτι του Μιγκέλ Λουίς Λα Ρόσα!

Στις 29 Απριλίου 1960, ακριβώς δύο χρόνια και εννέα ημέρες μετά το ξεκίνημα του «Κυπέλλου Σουηδίας», η Ατλάντα αντιμετώπισε την Ρασίνγκ στον τελικό στο «Γκασόμετρο», γήπεδο της Σαν Λορένσο, φθάνοντας στην νίκη με μπόλικο ηρωισμό!

Οι «μποέμ», όπως είναι το παρατσούκλι της Ατλάντα, άνοιξαν το σκορ στο 13’ με τον Χούλιο Νουίν αλλά, στο 24’, έμειναν με δέκα καθώς τραυματίστηκε ο επιθετικός τους, Μάριο Γκριγκόλ και αποσύρθηκε από το παιχνίδι (τότε επιτρέπονταν αλλαγές μόνο σε περίπτωση που χτυπούσε ο τερματοφύλακας) – δεν «μάσησαν», όμως και παρότι έπαιξαν με παίκτη λιγότερο για το υπόλοιπο της αναμέτρησης έβαλαν άλλα δύο γκολ, στο 41’ με τον Ρομπέρτο Μπελόμο και στο 74’ με τον Αλμπέρτο Γκονσάλες! Η Ρασίνγκ μείωσε στο 62’ με τον Ρουμπέν Σόσα, αλλά ως εκεί.

Η Ατλάντα, όπως παρατάχθηκε στον νικηφόρο τελικό του «Κυπέλλου Σουηδίας» με την Ρασίνγκ

Το «Κύπελλο Σουηδίας» έφτανε επιτέλους στο τέλος του, με νικήτρια την Ατλάντα με σκορ 3-1! Αυτός παραμένει, μέχρι και σήμερα, ο μοναδικός σπουδαίος τίτλος που έχουν κερδίσει οι «μποέμ». Κι ακόμη περισσότερη αξία στο κατόρθωμά τους αυτό δίνει το γεγονός πως αποτέλεσαν την πρώτη «μικρή» ομάδα στα χρόνια του επαγγελματισμού στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο (δηλαδή από το 1931 και έπειτα) που κατέκτησε την «κούπα» μιας επίσημης διοργάνωσης της Ομοσπονδίας στερώντας την από κάποιον από τους πέντε «μεγάλους» της χώρας (Ρίβερ Πλέιτ, Μπόκα Τζούνιορς, Σαν Λορένσο, Ιντεπεντιέντε, Ρασίνγκ). Ίσως κάποτε αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να γράψουμε πέντε πράγματα παραπάνω για τους «μποέμ», την ιστορία τους και όσα κατάφεραν.

Αυτό που οπωσδήποτε πρέπει να συμπληρώσουμε σε τούτο εδώ το αφιέρωμα, όμως, είναι ότι η Ατλάντα κατέκτησε το «Κύπελλο Σουηδίας», το πρώτο και μόνο ως σήμερα μεγάλο της έπαθλο, έχοντας κάτω από τα δοκάρια της τον Νέστορ Ερέα, ο οποίος, δώδεκα χρόνια μετά, θα γινόταν ο πρώτος ξένος τερματοφύλακας στην ιστορία της ΑΕΚ! Ο Αργεντινός έπαιξε στην «Ένωση» ως το 1974 (42 συμμετοχές) και ακολούθως, αφού αγωνίστηκε σε Απόλλωνα Σμύρνης (36 συμμετοχές) και Χαλκίδα (35 συμμετοχές), «ρίζωσε» στην χώρα μας ενώ πήρε και την ελληνική υπηκοότητα. Πέθανε στην Ελλάδα, το 2005, από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ο μαύρος πάνθηρας της ΑΕΚ (VIDEO)
Ο Νέστορ Ερέα με την φανέλα της ΑΕΚ



Ίμρε Μπόντα, ο θρύλος του Ολυμπιακού Βόλου! by stokegeo
26/10/2021, 20:14
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Ο Ίμρε Μπόντα είναι, δίχως αμφιβολία, ο σπουδαιότερος ξένος παίκτης στην ιστορία του Ολυμπιακού Βόλου!

Επίσης, ο Ούγγρος επιθετικός έχει και ένα μεγάλο ρεκόρ στο ποδόσφαιρό μας: έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της Α’ Εθνικής που αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος ενώ αγωνιζόταν σε επαρχιακό σύλλογο!

Ο διεθνής άσος ήλθε στη χώρα μας το καλοκαίρι του 1988, για λογαριασμό των «ερυθρολεύκων» του Βόλου. Με όπλα του την ταχύτητα και τη δύναμη, κάνει μια εκπληκτική σεζόν: σημειώνει 20 γκολ σε 28 παιχνίδια και βγήκε τοπ σκόρερ της λίγκας! Μάλιστα, τα μισά από τα τέρματά του τα σημείωσε με πέναλτι (με ποσοστό επιτυχίας 100%).

Ο Ίμρε Μπόντα

Την επόμενη σεζόν, η παραγωγικότητα του Μπόντα έπεσε στο μισό: σκοράρει 10 φορές σε 15 ματς και δεν καταφέρνει να αποτρέψει τον υποβιβασμό του Ολυμπιακού. Πάντως, ο Ούγγρος, δεδομένου πως είχε υπογράψει συμβόλαιο για έναν ακόμη χρόνο, έπαιξε με την θεσσαλική ομάδα και στην Β’ Εθνική, με επιτυχία: σκόραρε 10 γκολ σε ισάριθμες αναμετρήσεις!

Μεσούσης, όμως, της περιόδου (σ.σ. τον Ιανουάριο του 1990), κατηφόρισε στο Ηράκλειο και υπέγραψε στον ΟΦΗ. Το πέρασμά του από τους «μελανόλευκους», ωστόσο, ήταν μάλλον αδιάφορο. Πέτυχε μόλις 5 γκολ σε 20 συμμετοχές ως το τέλος της περιόδου, ενώ την αγωνιστική σεζόν 1991/92 έλαβε μέρος μόλις σε τέσσερα παιχνίδια του «Ομίλου», δίχως να σκοράρει.

Τον Δεκέμβριο του 1991 αποχώρησε από τον ΟΦΗ και γύρισε στον Ολυμπιακό Βόλου, που ακόμη βρισκόταν στην Β’ Εθνική. Έμεινε στην ομάδα με την οποία «έπιασε» τις καλύτερες εμφανίσεις της εν Ελλάδι καριέρας του έως το 1993.

Ο Μπόντα γεννήθηκε το 1961 και έμαθε τα μυστικά της μπάλας στα τμήματα υποδομής μιας εκ των κορυφαίων ομάδων της Ουγγαρίας, της ΜΤΚ Βουδαπέστης. Με τα χρώματά της, άλλωστε, ξεκίνησε να αγωνίζεται επαγγελματικά, το 1980. Στα επτά περίπου χρόνια παρουσίας του στον σύλλογο, ο Ούγγρος φορ σημείωσε 58 γκολ σε 190 συμμετοχές και κατέκτησε ένα πρωτάθλημα, το 1987. Το 1988 αγωνίστηκε για λίγο στην Βάσας, και το καλοκαίρι του ’88 ήλθε στην χώρα μας. Όταν ο κύκλος του στα γήπεδά μας έκλεισε, εκείνος επαναπατρίστηκε για λογαριασμό της Βαζούτας, ως παίκτης της οποίας της κρέμασε τα παπούτσια του το

Ο Ίμρε Μπόντα «έγραψε» 8 διεθνείς συμμετοχές με 3 γκολ. Μετά το τέλος της καριέρας του ασχολήθηκε με την προπονητική – ήταν για χρόνια πρόεδρος σε ακαδημία, ενώ το 1998 είχε εργαστεί για λίγο στον Ολυμπιακό Βόλου, ως πρώτος τεχνικός. Στις αρχές αυτού του μήνα, όμως, ο Ολυμπιακός Βόλου ανακοίνωσε την επιστροφή του Μπόντα στην δύναμή του, για να αναλάβει τεχνικός διευθυντής της ομάδας U-19 του συλλόγου!



Η κακή στιγμή του Αλεξάντρ Φιλιμόνοφ by stokegeo

Είναι και κάποιοι παίκτες που έκαναν ένα λάθος, ένα λάθος μοιραίο που κόστισε πολλά (μία πρόκριση, ένα τρόπαιο) στην ομάδα τους και, εξ αιτίας του, έπεσαν από τον ποδοσφαιρικό «Όλυμπο» στα Τάρταρα, ενώ καταδικάστηκαν στον αιώνα τον άπαντα όλοι να θυμούνται όχι τα αναρίθμητα σπουδαία τους κατορθώματα αλλά μόνο εκείνο το ένα το φρικτό τους λάθος.

Οι παίκτες αυτοί δεν είναι λίγοι. Κάποιοι, μάλιστα, πλήρωσαν με ισόβιο εξευτελισμό ή ακόμα και με την ίδια την ζωή τους το σοβαρό λάθος που έκαναν. Όχι τυχαία, πάρα πολλοί από αυτούς είναι τερματοφύλακες. Είναι, βλέπετε, τέτοια η φύση αυτής της τόσο νευραλγικής θέσης. Ο «κίπερ» είναι η τελευταία γραμμή της άμυνας, μετά απ’ αυτόν τίποτε δεν υπάρχει να σώσει το γκολ. Έτσι και κάνει λάθος… Τι να σας λέμε κι εμείς τώρα, ρωτήστε τον Λόρις Κάριους να σας τα πει…

Ψηλά ψηλά, λοιπόν, σε αυτόν τον κατάλογο της ποδοσφαιρικής μιζέριας βρίσκεται, πράγματι, ένας γκολκίπερ. Ο Ρώσος Αλεξάντρ Φιλιμόνοφ, τον οποίο οι ποδοσφαιρόφιλοι, τόσο στην πατρίδα του όσο και εκτός αυτής, τον έχουν συνδέσει με ένα, πράγματι, ολέθριο λάθος του την λάθος στιγμή στον λάθος αγώνα, τι κι αν είναι ένας από τους καλύτερους που έβγαλε η χώρα του στην θέση του στην σύγχρονη ιστορία του βασιλιά των σπορ!

Ο Αλεξάντρ Φιλιμόνοφ

Στις 15 Οκτωβρίου 1973 γεννήθηκε ο Αλεξάντρ Φιλιμόνοφ, στην πόλη Γιόσκαρ Όλα στην κεντρική Ρωσία. Το ποδόσφαιρο έρεε στο αίμα της οικογένειάς του. Ο πατέρας του, Βλαντιμίρ, έπαιξε ως μέσος σε διάφορους σοβιετικούς συλλόγους πρώτης και δεύτερης κατηγορίας κι ήταν και προπονητής. Ο Φιλιμόνοφ τζούνιορ επέλεξε να πάρει τον ίδιο δρόμο, αλλά θέλησε να τον περπατήσει ως πορτιέρο.

Σχεδόν όλη του την παιδική ηλικία την πέρασε στην Μολδαβία. Εκεί ξεκίνησε και την μπάλα, στην Ζόρια Μπάλτσι. Αργότερα γύρισε στα πάτρια εδάφη και η Σταλ Τσεμποκσάρι τον κάλεσε για δοκιμή. Ξαφνικά, όμως, η ομάδα, από ατυχία, ξέμεινε από τερματοφύλακες! Οι ιθύνοντες, απελπισμένοι, έβαλαν τον 17χρονο Φιλιμόνοφ να αγωνιστεί, δηλώνοντάς τον με ψεύτικο όνομα! Έτσι, με αυτόν τον παράδοξο τρόπο, εμφανίστηκε στα δύο πρώτα παιχνίδια της επαγγελματικής του καριέρας!

Στην συνέχεια, γύρισε στην Γιόσκαρ Όλα και έγινε μέλος της τοπικής Ντρούζμπα, όπου έμεινε για μια φουλ σεζόν συμμετέχοντας στην Β’ κατηγορία με καλές εμφανίσεις αλλά και… ένα γκολ (το μοναδικό της καριέρας του)! Η Σοβιετική Ένωση τότε καταρρέει και, μέσα στα πολλά, αλλάζει και το ποδοσφαιρικό τοπίο. Ο νεαρός, φέρελπις άσος, φεύγει και καταλήγει στην Φάκελ Βορονέζ, που για κάποιον λόγο θα έπαιζε στην πρώτη κατηγορία του νεοσύστατου πρωταθλήματος Ρωσίας παρότι την προηγούμενη χρονιά είχε τερματίσει στο μέσον της δεύτερης κατηγορίας της σοβιετικής λίγκας!

Ο Αλεξάντρ Φιλιμόνοφ με δύο μικρούς θαυμαστές του. Το παιδάκι τέρμα αριστερά είναι ο σύγχρονος εξαιρετικός τερματοφύλακας της Ρωσίας, ο Ιγκόρ Ακινφέεφ!

Με την Φάκελ ο Φιλιμόνοφ παίρνει γεύση από το ανώτατο ρωσικό ποδοσφαιρικό επίπεδο και είναι και βασικός, όμως παρά τις προσπάθειες του ίδιου και των συμπαικτών του ο σύλλογος υποβιβάζεται. Μένει άλλη μία σεζόν εκεί, παίζει καλά και ύστερα γυρνά στα «σαλόνια», αυτή τη φορά με την φανέλα της Τεκστίλσικ Καμίσιν, που τον είχε «σταμπάρει» και τελικά τον εμπιστεύθηκε. Η νέα του ομάδα ήταν μικρομεσαία, αλλά ήταν τόσο δύσκολο να την καταβάλλει κανείς όσο δύσκολο είναι κάποιος που δεν ξέρει ρωσικά να προφέρει με τη μία σωστά το όνομά της!

Με τον Φιλιμόνοφ να εντυπωσιάζει κάτω από τα δοκάρια, η Τεκστίλσικ κατατάσσεται τέταρτη το 1993 και βγαίνει Ευρώπη (Κύπελλο ΟΥΕΦΑ). Ο νεαρός αγωνίζεται δύο συνολικά έτη με την ομάδα με πολύ καλή και σταθερή απόδοση. Το 1995 χρίζεται και διεθνής με την Ελπίδων της Ρωσίας και οι ειδικοί έχουν πια πειστεί ότι πρόκειται για πολλά υποσχόμενο «κίπερ». Η φήμη του απλώνεται.

Έρχεται το 1996 και κάνει το μεγάλο άλμα στην καριέρα του. Το συμβόλαιό του τελειώνει, η Τεκστίλσικ, λόγω προβλημάτων που αντιμετωπίζει, δεν του το ανανεώνει κι εκείνος υπογράφει στην ιστορική και πανίσχυρη Σπαρτάκ Μόσχας, η οποία εκείνους τους καιρούς ήταν η απόλυτη… δυνάστης του εγχώριου πρωταθλήματος! Για τα γάντια του βασικού έχει να ανταγωνιστεί τους πολύπειρους Στάνισλαβ Τσερτσέσοφ και Ντμίτρι Τιαπούσκιν, καθώς και τον, σχεδόν συνομήλικό του, Ρουσλάν Νιγκματούλιν. Εν τέλει, όμως, οι δύο πρώτοι φεύγουν γι’ άλλες πολιτείες και μένει μονάχα ο τρίτος.

Στην Σπαρτάκ Μόσχας

Η μεταξύ τους μάχη κράτησε μάλλον λίγο. Αρχικά, ο Νιγκματούλιν ξεκινούσε, αλλά αυτή η κατάσταση άλλαξε πολύ γρήγορα: ο Φιλιμόνοφ τον εκτοπίζει και χρίζεται βασικός. Πανύψηλος (1,95μ.) και γι’ αυτό ικανότατος στο ψηλό παιχνίδι, ήταν εξαιρετικός στις εξόδους του και στο να παίρνει την κατάλληλη θέση για να αποκρούσει ή να μπλοκάρει, ενώ διέθετε ακόμη σταθερότητα, εκπληκτικά ρεφλέξ και πολύ καλή αντίληψη. Όλα αυτά τα προσόντα του τα επιδεικνύει μπροστά στο απαιτητικό κοινό της Σπαρτάκ και στους φίλους των αντιπάλων της, κατακτώντας το χειροκρότημά τους.

Εκτός από αυτό, κατακτά και τίτλους (πρωταθλήματα, Κύπελλο), παίζει στο Τσάμπιονς Λιγκ, φθάνει με την Σπαρτάκ ως τους «4» του ΟΥΕΦΑ (1997/98) και, παράλληλα, γίνεται και μέλος της Εθνικής Ανδρών της Ρωσίας (ντεμπούτο το 1998). Το μέλλον μοιάζει δικό του.

Η ποδοσφαιρική μοίρα, ωστόσο, είχε γι’ αυτόν άλλα σχέδια.

Η… αποφράδα ημέρα του Φιλιμόνοφ ήταν η 9η Οκτωβρίου του 1999. Για την τελευταία αγωνιστική των προκριματικών του Euro 2000, η Ρωσία έπαιζε εντός έδρας και πιο συγκεκριμένα στο «Λουζνίκι», το «σπίτι» της Σπαρτάκ Μόσχας και του… Φιλιμόνοφ, με την γειτόνισσα και άσπονδη εχθρό της, Ουκρανία, της οποίας ηγούνταν ο Αντρέι Σεβτσένκο και ο Σεργκέι Ρεμπρόφ, ένα από τα πιο «καυτά» επιθετικά δίδυμα των 90ies.

Στον προκριματικό τους όμιλο, οι Ρώσοι είχαν μαζί τους, εκτός από τους Ουκρανούς, την εν ενεργεία παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία, την Ισλανδία, την Αρμενία και την Ανδόρα. Στις τρεις πρώτες αγωνιστικές, υπέστησαν ισάριθμες ήττες (από Ουκρανία, Γαλλία, Ισλανδία). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί ο προπονητής τους, Ανατόλι Μπίσοβετς και να πάρει την θέση του ο Όλεγκ Ρομάντσεφ, που εκείνη την περίοδο προπονούσε παράλληλα… την Σπαρτάκ Μόσχας και τον Φιλιμόνοφ (τον οποίο, φυσικά, ήξερε καλά και τον μονιμοποίησε και στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα)! Ο νέος τεχνικός έφερε έξι σερί «τρίποντα», ανάμεσά τους κι ένα εκπληκτικό 3-2 μέσα στο Παρίσι επί των «τρικολόρ» (με τον Φιλιμόνοφ βασικό να διαπρέπει) και την ομάδα μια νίκη μακριά από την πρόκριση.

Φθάνοντας, λοιπόν, στην ακροτελεύτια ημέρα των προκριματικών, η Ρωσία είχε 18 βαθμούς, η Γαλλία (που θα έπαιζε εντός με την αδύναμη Ισλανδία) 18 και η Ουκρανία 19. Εάν οι Ρώσοι νικούσαν τους Ουκρανούς, θα περνούσαν απ’ ευθείας στην τελική φάση της διοργάνωσης, καθώς, ακόμη και σε περίπτωση ισοβαθμίας με τους Γάλλους, υπερτερούσαν λόγω καλύτερης διαφοράς τερμάτων. Με οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα, η Ρωσία είτε αποκλειόταν είτε έμενε δεύτερη και άρα θα πάλευε για την πρόκρισή της στους αγώνες μπαράζ. Τόσο απλά ήταν τα πράγματα.

Βέβαια, το «εισιτήριο» για τα τελικά του Euro δεν ήταν το μόνο που κυνηγούσαν οι Ρώσοι. Περισσότερο ήταν η επιτυχία (ειδικά κόντρα σε μία επίσης πρώην σοβιετική δημοκρατία και, ως γνωστόν, «αιώνια» αντίπαλο). Η χώρα προσπαθούσε να αφήσει πίσω της την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, να πάρει λίγη χαρά και, όπως συμβαίνει συχνά, οι διακρίσεις στα σπορ προσφέρουν τέτοια δυνατά «παυσίπονα». Επίσης, οι Ρώσοι ήθελαν και από αγωνιστικής πλευράς να επιστρέψουν σε ένα μεγάλο τουρνουά – μετά την διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. είχαν περάσει, διαδοχικά, στο Μουντιάλ του 1994 και στο Euro του 1996, αλλά από το Μουντιάλ του 1998 είχαν αποκλειστεί (στα μπαράζ από την Ιταλία).

Στο, κατάμεστο, «Λουζνίκι», η αναμέτρηση με την Ουκρανία ήταν όπως ακριβώς την περίμεναν όλοι. «Κλειστή». Η Ρωσία πίεσε εξ αρχής, η Ουκρανία ήταν πίσω απ’ την μπάλα την περισσότερη ώρα, ο βασικός Φιλιμόνοφ δεχόταν ελάχιστη πίεση αλλά, σε κάθε περίπτωση, ήταν όπως πάντα: στιβαρός και σταθερός.

Στο 75′, ο Βαλερί Κάρπιν ανοίγει το σκορ για τους γηπεδούχους με απ’ ευθείας φάουλ! Οι Ουκρανοί επιτίθενται αναγκαστικά πια, οι Ρώσοι αντέχουν. Φθάνουμε στο 88′. Η Ουκρανία κερδίζει ένα φάουλ, λίγο έξω από την περιοχή και πλάγια. Ο Αντρέι Σεβτσένκο το εκτελεί. Η μπαλιά πάει ψηλά και αρχίζει να πέφτει προς το τέρμα, αλλά δεν δείχνει να είναι επικίνδυνη. Ούτε δυνατή είναι, ούτε ταχύτητα ή φάλτσο έχει, πιο πολύ της απελπισίας μοιάζει.

Όπως η κάμερα ανοίγει, ωστόσο, ο Φιλιμόνοφ φαίνεται να είναι πιο έξω από όσο θα έπρεπε από την εστία του. Μάλλον το καταλαβαίνει και ο ίδιος και, όσο η μπάλα κατεβαίνει και πάει προς το τέρμα του, κάνει βήματα προς τα πίσω για να την προλάβει. Την αρπάζει και με τα δύο του χέρια. Αλίμονο! Ενώ πέφτει, την αφήνει κι εκείνη μπαίνει στα δίχτυα! Από το πουθενά, η Ουκρανία ισοφαρίζει! Το 1-1 μένει ως το τέλος! Την ίδια ώρα, η Γαλλία νικά με 3-2 την Ισλανδία. Η Ρωσία είναι οριστικά τρίτη και αποκλείεται από το Euro 2000!

Ο απαρηγόρητος Φιλιμόνοφ θεωρήθηκε (και ήταν) ο βασικός υπαίτιος για αυτό το ανεπιθύμητο για τους Ρώσους αποτέλεσμα. Κι από την στιγμή που ο διαιτητής σφύριξε την λήξη της συνάντησης με την Ουκρανία, η καριέρα του πήρε την κάτω βόλτα. Δεν είναι παράλογο να πει κανείς ότι οι συμπατριώτες του απέσυραν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του και τού φέρθηκαν σαν να ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος, ενώ και ο ίδιος έχασε μεγάλο μέρος της αυτοπεποίθησής του, κάτι που τον ζημίωσε ασφαλώς.

Βέβαια, το 1999 βρέθηκε στην πρώτη θέση της λίστας με τους καλύτερους τερματοφύλακες της Ρωσίας, ενώ στην συνέχεια είχε άλλη μία «γεμάτη» σεζόν με την Σπαρτάκ. Αλλά, το 2001 είχε πια χάσει την θέση του βασικού (από έναν… Ουκρανό, τον Μαξίμ Λεβίτσκι!) και αποχώρησε ψάχνοντας αλλού περισσότερο χρόνο συμμετοχής. Λεπτομέρεια: όλες τις χρονιές του στην Σπαρτάκ πήρε τον τίτλο του πρωταθλητή (μαζί με ένα Κύπελλο)!

Ταυτόχρονα, βγήκε από την ενδεκάδα και στην Εθνική. Μετά τον αγώνα με τους Ουκρανούς χρησιμοποιήθηκε σε μονάχα τέσσερα ματς της Ρωσίας, όλα φιλικά. Συμπεριελήφθη, παρ’ όλ’ αυτά, στην αποστολή για το Μουντιάλ του 2002 στην Νότιο Κορέα και Ιαπωνία, αλλά δεν συμμετείχε σε κανένα παιχνίδι, αφού βασικός ήταν ο πορτιέρο που ο ίδιος είχε κάποτε εκτοπίσει από το αρχικό σχήμα της Σπαρτάκ, ο Ρουσλάν Νιγκματούλιν. Τελικά, κατέγραψε 16 διεθνείς συμμετοχές, με την τελευταία του να έρχεται το 2002, πριν καν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του.

Σε μία ειρωνεία της τύχης, ο επόμενος «σταθμός» του σε συλλογικό επίπεδο ήταν η… ουκρανική, Ντυναμό Κιέβου! Εκεί, όμως, απέτυχε να μονιμοποιηθεί – ο αντίπαλός του για τα γάντια του βασικού, ο Ολεξάντρ Σοβκόβσκι, που είχε βρεθεί απέναντί του και εκείνο το καταραμένο βράδυ στο «Λουζνίκι», αποδείχθηκε αμετακίνητος.

Όλα, λοιπόν, του είχαν πάει τόσο στραβά. Αλλά, ο Φιλιμόνοφ, ακόμα και αφού είχε χάσει την δόξα και είχε φύγει από το προσκήνιο, τι έκανε; Δεν τα παράτησε. Συνέχισε να αγωνίζεται. «Παίζε όσο μπορείς, μου είπε κάποτε ο πατέρας μου», δήλωσε ο ίδιος και αυτό ακριβώς έκανε. Αν μη τι άλλο, θέλει κότσια να το παλεύεις ακόμα κι όταν όλα τα ‘χεις χάσει.

Τα επόμενα χρόνια έγινε… γυρολόγος έχοντας αδιάφορα περάσματα από αδιάφορους συλλόγους, σε μια πορεία καθόλου αντάξια των ικανοτήτων του. Έπαιξε διαδοχικά στις Ουραλάν Ελίστα, FC Μόσχας, Νέα Σαλαμίνα Κύπρου, Κουμπάν Κράσνονταρ και Λοκομοτίβ Τασκένδης (ομάδας του… Ουζμπεκιστάν!).

Όμως, το 2011 κι ενώ ήταν πλέον στην ερασιτεχνική Ντολγκοπρούντνι, αποδέχθηκε την πρόταση του παλιού του συμπαίκτη, Ντμίτρι Αλένιτσεφ, που τότε έκανε τα πρώτα του προπονητικά βήματα, να έλθει μαζί του στην Άρσεναλ Τούλα στην Δ’ Ρωσίας ως παίκτης-μέλος του τεχνικού τιμ. Οι «κιτρινοκόκκινοι» ανέβηκαν τρία επίπεδα σε ισάριθμα χρόνια με τον πολύπειρο άσο όχι απλώς να αγωνίζεται αλλά να είναι βασικότατος! Σε ηλικία 41 ετών, ο Φιλιμόνοφ επέστρεψε στην Α’ Εθνική της Ρωσίας και τα πήγε καλά, παρότι η ομάδα του δεν τα κατάφερε και υποβιβάστηκε.

Στην Άρσεναλ Τούλα

Λίγο αργότερα γύρισε στην Ντολγκοπρούντνι και, το 2018, στα 44 του, είπε «αντίο» στην ενεργό δράση, με το κεφάλι του ψηλά (και μπράβο του)! Επιπροσθέτως, από το 2011 είχε εμπλακεί και στο… μπιτς σόκερ από το οποίο γέμισε νέες χαρές! Αγωνιζόμενος με την Λοκομοτίβ Μόσχας και την Εθνική πήρε πρωτάθλημα, Κύπελλο και Σούπερ Καπ Ρωσίας και το Παγκόσμιο Κύπελλο, το Διηπειρωτικό και την Euroleague σε εθνικό επίπεδο!

Παίζοντας μπιτς σόκερ

Από τον καιρό που ήταν στην Άρσεναλ Τούλα είχε ξεκινήσει καριέρα γυμναστή τερματοφυλάκων. Από αυτό το πόστο προσφέρει πλέον στο ποδόσφαιρο. Εκτός από την Άρσεναλ Τούλα, δούλεψε και στην Ντολγκοπρούντνι, στην Ροντίνα Μόσχας και στις Εθνικές U-17 και U-18 της Ρωσίας. Επίσης, έχει εργαστεί και στην ακαδημία που διατηρεί η Παρί Σεν Ζερμέν στην πρωτεύουσα της Ρωσίας.

Ποιος ξέρει τι θα είχε πετύχει στα γήπεδα ο Αλεξάντρ Φιλιμόνοφ, αν σε εκείνη την φάση του 88′ του παιχνιδιού με την Ουκρανία είχε αντιδράσει πιο σωστά. Το μόνο σίγουρο, είναι ότι η καριέρα του χωρίζεται στο «πριν» και το «μετά» την αποφράδα στιγμή του, ενώ απέδειξε φυσικά και πόσο νευραλγική είναι η θέση του τερματοφύλακα. Παρ’ όλ’ αυτά, η δύναμη ψυχής που επέδειξε και η άρνησή του να τα παρατήσει δεν θα κάνουν την γκάφα του να ξεχαστεί μεν, αλλά μπορούν να αποτελέσουν έναν οδηγό για όλους εκείνους τους παίκτες, γκολκίπερς και μη, για το πώς να ξεπεράσουν ψυχολογικά κάποιο σοβαρό λάθος στο οποίο υπέπεσαν. Κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο, όσο σπουδαίος παίκτης ήταν και ο ίδιος!



Μπερνάρ Ντιομέντ by stokegeo
18/10/2021, 08:26
Filed under: Παίκτες

12 Ιουλίου 1998. Οι πολίτες της Γαλλίας έχουν βγει στους δρόμους και πανηγυρίζουν: η Εθνική ομάδα της χώρας τους έχει μόλις κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, νικώντας τη Βραζιλία με 3-0 στον τελικό!

Πλάι στους Ζινεντίν Ζιντάν, Μαρσέλ Ντεσαγί, Λιλιάν Τιράμ, Φρανκ Λεμπέφ, Εμανουέλ Πετί, Φαμπιέν Μπαρτέζ, Λοράν Μπλαν και τα υπόλοιπα μέλη εκείνης της θαυμάσιας πρωταθλήτριας ομάδας των «τρικολόρ», το μετάλλιο του νικητή κρεμά στο στήθος του και ο Μπερνάρ Ντιομέντ, που εκείνη τη στιγμή ζούσε την πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας του! Μιας καριέρας, με δυναμικό ξεκίνημα, αλλά ατυχίες στην συνέχεια και άδοξο φινάλε!…

Bernard Diomède - Alchetron, The Free Social Encyclopedia
Ο Μπερνάρ Ντιομέντ

Στην κεντρική Γαλλία, στο Σεν Ντουλσάρ, γεννήθηκε, το 1974, ο Μπερνάρ Νικολά Τιερί Ντιομέντ, όπως είναι το πλήρες όνομά του. Η καταγωγή του, είναι από την Γουαδελούπη, αυτό το υπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας που βρίσκεται στην καρδιά της Καραϊβικής.

Την πορεία του στο ποδόσφαιρο την άρχισε στον τόπο του, σε έναν μικρό σύλλογο – έπαιζε και τένις παράλληλα και το όνειρό του ήταν να γίνει χτίστης, όπως ο πατέρας του. Τελικά, τον κέρδισε η μπάλα, όπου απέδειξε ότι είχε ταλέντο. Ναντ, Μετς και Οσέρ τον πρόσεξαν και τον ήθελαν, όμως εκείνος προτίμησε την τελευταία και εντάχθηκε στις ονομαστές ακαδημίες της, που τόσους και τόσους μεγάλους ποδοσφαιριστές έχουν αναδείξει.

Η θέση του, ήταν αριστερός εξτρέμ. Χάρη στις αδιαμφισβήτητες αρετές του (γρήγορος, μαχητικός, καλός πασέρ, με καλή τεχνική και ικανότητα στο σκοράρισμα) κατάφερε να ανελιχθεί κι έφθασε στους επαγγελματίες του συλλόγου. Το 1992 κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην «μεγάλη» κατηγορία της Γαλλίας.

Έμεινε στην «AJA» ως το 2000. Πολύτιμη μονάδα της, έζησε μαζί της μεγάλες στιγμές – κορυφαία όλων, το δίχως άλλο, η κατάκτηση του νταμπλ την σεζόν 1995/96, με την συμβολή του ίδιου σε αυτήν την επιτυχία να είναι τεράστια!

Bernard Diomede, Auxerre Photo d'actualité - Getty Images
Στην Οσέρ

Σιγά σιγά, όμως, τέθηκε εκτός των πλάνων της τεχνικής ηγεσίας και θέλησε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Είχε 224 συμμετοχές και 46 γκολ με την Οσέρ, συνολικά. Το καλοκαίρι του 2000 αποδέχθηκε το κάλεσμα του συμπατριώτη του προπονητή της Λίβερπουλ, Ζεράρ Ουγέ, που δεν παρέλειπε να ψωνίζει από το πρωτάθλημα της χώρας τους και έγινε κάτοικος… Μέρσεϊσαϊντ, αντί 3 εκατ. λιρών!

Η σταδιοδρομία του στους «κόκκινους» ξεκίνησε εντυπωσιακά. Στο δεύτερό του ματς μαζί τους, με αντίπαλο την Σάντερλαντ, βάζει ένα πανέμορφο γκολ με υπέροχη ψηλοκρεμαστή «λόμπα»… μόνο και μόνο για να το δει να ακυρώνεται από τον διαιτητή της αναμέτρησης, που έκρινε (λανθασμένα, όπως έδειξαν τα ριπλέι) ότι στην προσπάθειά του η μπάλα δεν πέρασε ποτέ τη γραμμή της εστίας! Μάλιστα, ψηφίστηκε και παίκτης του αγώνα στην ίδια συνάντηση.

Λίγο αργότερα, ωστόσο, χτυπά σοβαρά στο γόνατο. Μένει δύο μήνες εκτός δράσης. Όταν επιστρέφει, η Λίβερπουλ έχει πια φορμαριστεί και πηγαίνει από νίκη σε νίκη, σε μία πορεία που θα την βρει, στο τέλος της χρονιάς, να έχει κάνει δικά της τρία τρόπαια, το Κύπελλο Αγγλίας, το Λιγκ Καπ Αγγλίας και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ! Ο Γάλλος εξτρέμ, παρά τις προσπάθειές του, δεν μπορεί να επιστρέψει στις βασικές επιλογές της τεχνικής ηγεσίας – ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, έτσι δεν λένε; Καταγράφει τέσσερις συμμετοχές στην σεζόν, όλες ως βασικός.

Η επόμενη αγωνιστική περίοδος κύλησε μία από τα ίδια για τον Ντιομέντ. Εκείνος τα έδινε όλα, μα οι προπονητές του δεν τον εμπιστεύονταν κι έτσι έπαιζε κυρίως με τις «ρεζέρβες». Ο ίδιος θα πει αργότερα ότι άξιζε μια ευκαιρία τότε – όπως και να έχει, ποτέ δεν την πήρε. Έλαβε μέρος σε ένα μόνο παιχνίδι, στα καλοκαιρινά προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Στο μέσο της σεζόν 2002/03 κι ενώ η κατάστασή του δεν έχει βελτιωθεί, φεύγει δανεικός πίσω στην Γαλλία και στην Αζαξιό.

Bernard Diomede hardly played for Liverpool
Στην Λίβερπουλ

Τα πηγαίνει καλά στην Κορσική – τόσο καλά, που ο ιστορικός σύλλογος τον αγόρασε το 2003, μετά το τέλος του συμβολαίου του με την Λίβερπουλ. Έμεινε στην «ACA» ως το 2004 και, μάλιστα, την τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος της Ligue 1 του 2003/04 έσωσε την ομάδα του από τον υποβιβασμό χαρίζοντάς της, με χατ-τρικ, καθοριστική νίκη με 3-1 επί της Μετς!

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαν τον Ντιομέντ να λάμπει στο γήπεδο όπως άρμοζε στο πλούσιο ταλέντο του. Η καριέρα του, ακολούθως, πήρε την κατιούσα. Παρά την σημαντική του συνεισφορά το συμβόλαιό του με την Αζαξιό δεν ανανεώθηκε κι εκείνος γύρισε στην Αγγλία και δοκιμάστηκε στην Γουέστ Χαμ, χωρίς να συνεργαστεί τελικά μαζί της. Έμεινε ένα εξάμηνο χωρίς σύλλογο και ακολούθως υπέγραψε στην, Β’ κατηγορίας, Κρετέιγ. Έπαιξε μισή χρονιά εκεί κι όχι άσχημα, βοήθησε το κλαμπ να μείνει στην κατηγορία. Μετά ήταν άνεργος για άλλους έξι μήνες κι ύστερα πήγε στην Κλερμόν της Γ’ κατηγορίας. Το 2008, ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση, στα 34 του χρόνια, διότι δεν έβρισκε ομάδα να αγωνιστεί!…

Δεν έχασε, πάντως, χρόνο. Μετά το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής στράφηκε άμεσα στην προπονητική. Πήρε τα απαραίτητα διπλώματα, εργάστηκε και ως τηλεσχολιαστής, προπόνησε τις Εθνικές ομάδες U-17, U-18, U-19 της Γαλλίας και από το 2015 κρατά τα ηνία της U-20 των «τρικολόρ». Επίσης, έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Λιμόζ, πάνω στο Οικονομικό Δίκαιο των σπορ, ενώ έχει ιδρύσει και την δική του ποδοσφαιρική ακαδημία.

CM U20 : la liste de Bernard Diomède !
Προπονητής πια ο Μπερνάρ Ντιομέντ

Ο Μπερνάρ Ντιομέντ έλαβε μέρος σε 8 συναντήσεις της Εθνικής Γαλλίας, όλες μέσα στο έτος 1998, δίχως να σκοράρει. Στο νικηφόρο Μουντιάλ του 1998 χρησιμοποιήθηκε σε τρία παιχνίδια (βασικός σε όλα): έπαιξε εναντίον των Σαουδικής Αραβίας και Δανίας στους ομίλους και κόντρα στην Παραγουάη στην φάση των «16». Μετά το τέλος του Παγκοσμίου Κυπέλλου και την αποχώρηση του Εμέ Ζακέ από την τεχνική ηγεσία της Γαλλίας, δεν ξανακλήθηκε στην Εθνική.



Ισοπαλία και… Viva Las Vegas! by stokegeo
16/10/2021, 16:28
Filed under: Γεγονότα, Ομάδες

Τον Φεβρουάριο του 2011 ο «Δαυίδ», η Λέιτον Όριεντ, υποδέχθηκε στην έδρα του τον «Γολιάθ», την Άρσεναλ, με έπαθλο την πρόκριση στους «8» του Κυπέλλου Αγγλίας.

Τους αντιπάλους που παρατάχθηκαν στο χόρτο του «Μπρισμπέιν Ρόουντ» χώριζαν δύο ολόκληρες κατηγορίες. Οι γηπεδούχοι «Os» συμμετείχαν στο τρίτο επίπεδο του αγγλικού ποδοσφαιρικού συστήματος, την League One, ενώ οι φιλοξενούμενοι «κανονιέρηδες» βέβαια στο πρώτο, την λαμπερή Πρέμιερ Λιγκ.

Από άποψη δυναμικότητας, λοιπόν, η Άρσεναλ ήταν ασφαλώς το ξεκάθαρο φαβορί για την πρόκριση. Από την άλλη, όμως, οι ποδοσφαιριστές της «Όριεντ», εκτός βέβαια από την προοπτική του να αποκλείσουν τον πανίσχυρο αντίπαλό τους και να παίξουν στους προημιτελικούς της διοργάνωσης (όπου τον νικητή του ζευγαριού περίμενε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο «Ολντ Τράφορντ»), είχαν και ένα έξτρα κίνητρο να είναι αποφασιστικοί και να τα δώσουν όλα.

Πριν την έναρξη του αγώνα, ο πρόεδρος της ομάδας τους, Μπάρι Χερν, κατέβηκε στα αποδυτήρια και τους ενημέρωσε ότι σε περίπτωση νίκης ή ισοπαλίας κόντρα στην Άρσεναλ, εκείνος θα τους έκανε δώρο ένα ταξίδι στο Λας Βέγκας μετά το τέλος της σεζόν!

Δύο περίπου ώρες αργότερα, το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες, με σκορ 1-1!

Η Άρσεναλ, η οποία μεσοβδόμαδα είχε νικήσει με 2-1 την Μπαρτσελόνα στο Λονδίνο για τους «16» του Τσάμπιονς Λιγκ (!), παρατάχθηκε από τον προπονητή της, Αρσέν Βενγκέρ, με δέκα αλλαγές σε σχέση με το ματς με τους «μπλαουγκράνα» και αρκετούς αναπληρωματικούς – ένας απ’ αυτούς, ο 18χρονος Ισπανός αμυντικός Ιγνάσι Μικέλ, έκανε μάλιστα το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα εκείνη την ημέρα. Έστω και έτσι, η διαφορά ποιότητας «μίλησε» και στο 53’ ο Τόμας Ροσίτσκι άνοιξε το σκορ.

Οι «κανονιέρηδες», ωστόσο, δεν «σκότωσαν» την αντίπαλό τους κι εκείνη τους τιμώρησε. Δύο λεπτά πριν τη λήξη, ο Γάλλος επιθετικός Τζοναθάν Τεουέ (για τον οποίον ο Βενγκέρ παραδέχθηκε, μετά τον αγώνα, ότι δεν είχε ξανακούσει ποτέ) ισοφάρισε με δυνατό σουτ, στέλνοντας το ζευγάρι σε επαναληπτικό στο «Έμιρεϊτς», τους οπαδούς της Όριεντ στα ουράνια και τον ίδιο και τους συμπαίκτες του… στο Λας Βέγκας!

«Μόλις μπήκα στα αποδυτήρια μετά τη λήξη οι παίκτες τραγουδούσαν το “Viva Las Vegas” του Έλβις Πρίσλεϊ!», αποκάλυψε ο προπονητής της Λέιτον Όριεντ, Ράσελ Σλέιντ. Επίσης, εκτός του ότι πρόσθεσαν το κατόρθωμα του συλλόγου τους ανάμεσα στις μεγάλες εκπλήξεις των Κυπέλλων Αγγλίας (για τις οποίες έχουμε μιλήσει παλαιότερα εδώ και εδώ), οι «Os», καταφέρνοντας να πάνε την συνάντηση σε επαναληπτικό, κέρδισαν και μερικά έξτρα χρήματα (από τηλεοπτικά, εισιτήρια, κλπ) – ό,τι κερδίζεις, καλό είναι.

Στον επαναληπτικό του «Έμιρεϊτς», η Λέιτον Όριεντ δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την έκπληξη, αφού η Άρσεναλ την συνέτριψε με 5-0 και την έθεσε εκτός συνέχειας. Τα εισιτήριά της για Λας Βέγκας, όμως, είχαν ήδη κλειστεί!

Πράγματι, με το που τελείωσε η αγωνιστική περίοδος, οι ποδοσφαιριστές της Όριεντ βρέθηκαν στην παγκόσμια πρωτεύουσα της διασκέδασης και… το κάψανε! Έμειναν στο Planet Hollywood Resort and Casino, όπου απόλαυσαν τα πολυτελή δωμάτια και τα σπα του, καθώς και πλουσιοπάροχα γεύματα σε «αστεράτα» εστιατόρια (σε ένα πακέτο φιλοξενίας αξίας 30 χιλιάδων λιρών)!

Η Λέιτον Όριεντ στο Λας Βέγκας!

Κι αν ψάχνατε για πρωτότυπα και περίεργα πριμ στην μεγάλη ιστορία του ποδοσφαίρου, μόλις προσθέσατε στην λίστα σας ακόμη ένα!



Δημήτρης Κύζας by stokegeo
11/10/2021, 18:48
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Στην ιστορία της Α’ Εθνικής το κυπριακό στοιχείο είναι σίγουρα πάρα πολύ έντονο, καθώς είναι πολλοί οι ποδοσφαιριστές από την Μεγαλόνησο που αγωνίστηκαν σε αυτήν.

Ανάμεσα στα ονόματα της μεγάλης λίστας των Κυπρίων που έπαιξαν στην Ελλάδα, λοιπόν, είναι και εκείνο του Δημήτρη Κύζα, ο οποίος, μάλιστα, κατάφερε να ξεχωρίσει και να κάνει πολύ σπουδαία καριέρα στα γήπεδά μας προσφέροντας πολλά σε όποια ομάδα αγωνίστηκε!

Γεννήθηκε το 1953 στην Κύπρο και στο Παραλίμνι. Η θέση του, ήταν κεντρικός αμυντικός. Καθαρός, συνεπής παίκτης, εξουδετέρωνε τον αντίπαλο όχι… εξοντώνοντάς τον αλλά χάρη στην αγωνιστική πειθαρχία που τον διέκρινε.

Ο Δημήτρης Κύζας

Το 1975 ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στην Ελλάδα. Άφησε την Ένωση Νέων Παραλιμνίου, στην οποία έπαιζε ήδη απ’ το 1967 (ενώ είχε αναδειχθεί μαζί της δύο φορές φιναλίστ του Κυπέλλου και μία δευτεραθλητής Κύπρου), προκειμένου να σπουδάσει στην Γυμναστική Ακαδημία στην Αθήνα. Ο Παναθηναϊκός, που τον παρακολουθούσε καιρό και ήξερε καλά τις ικανότητές του, κινήθηκε και τον ενέταξε στην δύναμή του καταβάλλοντας μάλιστα ένα, για εκείνη την εποχή, σεβαστό ποσό.

Βέβαια, η περίοδος κατά την οποία ο Κύζας ήλθε στο «τριφύλλι» χαρακτηρίζεται ως μεταβατική. Αυτό, πάντως, ουδόλως τον εμπόδισε να καθιερωθεί στο βασικό σχήμα και, έχοντας πλάι του άλλα… τρία «Κ» (σ.σ. Βασίλης Κωνσταντίνου, Νίκος Κόβης, Άνθιμος Καψής), είχε καθοριστική συμβολή στην κατάκτηση του νταμπλ το 1977, συνεργαζόμενος άψογα με τους παρτενέρ του στην άμυνα! Κατέκτησε κι ένα Βαλκανικό Κύπελλο όσο ανήκε στους «πράσινους» (το 1978).

Το 1980, φεύγει για την Παναχαϊκή. Μένει έναν χρόνο στην Πάτρα και κατόπιν μετακομίζει στον ΟΦΗ, όπου και αγωνίζεται για μία σεζόν. Έπειτα επιστρέφει στον ιστορικό σύλλογο της πρωτεύουσας της Αχαΐας, για να μην ξαναφύγει ποτέ ξανά από εκεί!

Απ’ όταν επέστρεψε στην «Παναχαϊκή» και ως το 1989 που κρέμασε ως παίκτης της τα παπούτσια του, ο Κύζας «ανεβοκατέβαινε» ανάμεσα στην Α’ και την Β’ Εθνική μαζί της. Αυτό το γεγονός δεν τον άφησε να φανεί όσο θα ήθελε. Διετέλεσε όμως αρχηγός της πατρινής ομάδας ενώ ήταν σταθερός σε απόδοση και εκ των πολυτιμότερων παικτών της, μπαίνοντας έτσι στο πάνθεον των άσων που φόρεσαν τη μελανέρυθρη φανέλα της.

Ο Δημήτρης Κύζας στην Παναχαϊκή

Ο Δημήτρης Κύζας συμπλήρωσε 196 συμμετοχές στην Α’ Εθνική, επίδοση που τον φέρνει στην 5η θέση του καταλόγου των Κύπριων ποδοσφαιριστών με τις περισσότερες εμφανίσεις στην ελληνική «μεγάλη» κατηγορία! Επίσης, ήδη από τα 17 του είχε φορέσει τη φανέλα της Εθνικής Κύπρου. «Έγραψε» 9 παρουσίες με το εθνόσημο, σκοράροντας και μία φορά, εναντίον… της Ελλάδας σε φιλικό το 1980 (1-1)! Άξιο αναφοράς είναι ότι ο άσος από το Παραλίμνι κλήθηκε και στην ελληνική Εθνική ομάδα, αλλά, επειδή είχε ήδη χρισθεί διεθνής με την Κύπρο, στάθηκε αδύνατο να φορέσει την φανέλα της «γαλανόλευκης».

Μετά το τέλος της πλούσιας καριέρας του ο Κύζας «ρίζωσε» στην Πάτρα. Εκεί μένει μόνιμα, μέχρι και σήμερα. Ασχολήθηκε για λίγο με την προπονητική και με τη διδασκαλία σε σχολείο, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος του συνδέσμου των παλαιμάχων ποδοσφαιριστών της Παναχαϊκής. Ακόμη, έχει καταπιαστεί με επιχειρηματικές δραστηριότητες.