Τρελοποδόσφαιρο


Ο Γεωργιανός «ακρίτας», Λεβάν Μαχράτζε! by stokegeo
24/03/2024, 10:45
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Την προσεχή Τρίτη η Εθνική Ελλάδας θα δώσει ένα από τα πιο σπουδαία παιχνίδια της των τελευταίων ετών: θα αντιμετωπίσει τη Γεωργία στην Τιφλίδα, στον μεγάλο τελικό του 3ου ταμπλό των πλέι οφ του Nations League. Έπαθλο των δύο «μονομάχων»; Ένα «εισιτήριο» για την τελική φάση του Euro 2024!

Με αφορμή το σπουδαίο αυτό ματς, το Τρελοποδόσφαιρο θα σας θυμίσει το καλό πέρασμα, από τα δικά μας γήπεδα, ενός… συμπατριώτη των προσεχών αντιπάλων της «γαλανόλευκης»!

Για τον δεξιό μπακ Λεβάν Μαχράτζε, ο λόγος!

Εάν εσείς δεν τον θυμάστε, τον θυμούνται σίγουρα οι φίλοι της Ξάνθης! Δίκαια, άλλωστε, καθώς εκείνος είχε κερδίσει την εκτίμηση και το ζεστό τους χειροκρότημα στα τρία χρόνια που φόρεσε τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας!

Ο Μαχράτζε μαρκάρει τον Ριβάλντο του Ολυμπιακού

Ο Μαχράτζε γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1977 στην πόλη που η Εθνική μας θα αντιμετωπίσει μεθαύριο τους Γεωργιανούς. Ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα του στη Ζεσταφόνι, το 1997.

Μετά από έναν χρόνο μεταπήδησε στην TSU Τιφλίδας, στην οποία η θητεία του επίσης ήταν μονοετής και έπειτα ξενιτεύτηκε, για την Κύπρο, στην οποία έμελλε να περάσει το πιο μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του.

Ο πρώτος του «σταθμός» εκεί ήταν ο Άρης Λεμεσού, στο ρόστερ του οποίου ανήκε για μια σεζόν. Ύστερα, πέρασε από ΑΕ Πάφου και ΑΕ Λεμεσού και, όντας συνεπής, φιλότιμος, αξιόπιστος και εργατικός μέσα στο γήπεδο, ξεχώρισε.

Το καλοκαίρι του 2004, λοιπόν, μετά από εισήγηση του προπονητή της Ξάνθης, Γιάννη Μαντζουράκη, ο οποίος τον γνώριζε πάρα πολύ καλά αφού είχαν συνεργαστεί οι δυο τους στην ΑΕ Λεμεσού, ο Μαχράτζε γίνεται «ακρίτας»!

Γρήγορα κατορθώνει να «καπαρώσει» τη φανέλα του βασικού, δημιουργώντας ένα πολύ καλό δίδυμο με τον Ρουμάνο, Στέλιαν Κάραμπας. Μάλιστα, τη σεζόν 2004/05, κατακτά και μία σημαντική διάκριση: ανακηρύσσεται ως καλύτερος δεξιός μπακ του ελληνικού πρωταθλήματος!

Ακριβώς εδώ είναι και το κατάλληλο σημείο να αναφέρουμε ότι η θέση του δεξιού οπισθοφύλακα δεν ήταν… η φυσική του, αφού ο ίδιος ήταν δεξιός μέσος!

Ο Γεωργιανός έμεινε, όπως προείπαμε, στην Ξάνθη για μία τριετία και ήταν πράγματι πολύτιμος για εκείνη, αγγίζοντας και τριψήφιο αριθμό συμμετοχών με τα χρώματά της: «έγραψε», συγκεκριμένα, 98 (79 στο πρωτάθλημα της Σούπερ Λίγκας, 15 στο Κύπελλο Ελλάδας και άλλες 4 στο Κύπελλο UEFA, στο οποίο η Ξάνθη είχε βγει για δύο σερί σεζόν όσο αυτός βρισκόταν στις τάξεις της!). Σημείωσε και 2 γκολ.

Αφού άφησε την Ξάνθη, ο Μαχράτζε επέστρεψε στην Κύπρο, στην οποία ξόδεψε το υπόλοιπο της επαγγελματικής του καριέρας. Ως το 2017, όταν και κρέμασε πια τα παπούτσια του, έπαιξε σε Απόλλωνα Λεμεσού, Καρμιώτισσα Πάνω Πολεμιδίων, Ερμή Αραδίππου, Εθνικό Άχνας και Ένωση Νέων Παρεκκλησιάς. Πλέον εργάζεται ως προπονητής και έχει περάσει από τους πάγκους κυπριακών συλλόγων (λ.χ. ΑΠΕΠ Πιτσιλιάς). Φόρεσε 4 φορές τη φανέλα της Εθνικής Ανδρών της Γεωργίας.



Γιάννης Αγγελόπουλος by stokegeo
03/03/2024, 10:00
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Στο πάνθεο των σπουδαίων άσων της Προοδευτικής, όπως ο Γιάννης Φραντζής, ο Παναγιώτης Σκούφος, ο Χρήστος Ξανθόπουλος, ο Γιάννης Μανδρέκας και τόσοι άλλοι, προστέθηκε και το όνομα του Γιάννη Αγγελόπουλου, όταν αυτός κρέμασε τα παπούτσια του το 2004.

Άλλωστε, στα σχεδόν 20 χρόνια που έπαιξε επαγγελματικά ποδόσφαιρο, ο χαλκέντερος αυτός αμυντικός φόρεσε μονάχα τη φανέλα της «Προό», ενώ έχανε αγώνα της μόνο εάν ήταν τραυματίας ή τιμωρημένος, προσφέροντάς της τα μέγιστα και κατορθώνοντας να συνδέσει μαζί της το όνομά του!

Γεννήθηκε το 1969 και ήταν 18 ετών όταν πρωτόπαιξε στην πρώτη ομάδα των «βυσσινί», στη Γ’ Εθνική, προερχόμενος από τα τμήματα υποδομής τους. Τα επόμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως λίμπερο, κεντρικός αμυντικός, ακραίος αμυντικός, αμυντικός μέσος – όπου τον είχε ανάγκη η ομάδα του, εκεί θα έπαιζε!

Η εξαιρετική του φυσική κατάσταση τον βοηθούσε να ανταπεξέλθει, ενώ ήταν γρήγορος στις αντιδράσεις του, αφοσιωμένος και πάντα με αγωνιστικότητα και δυναμισμό.

Γεύτηκε όλες τις χαρές και τις πίκρες της Προοδευτικής έως το 2004. Αγωνίστηκε με τα χρώματά της σε Γ’, Β’ και Α’ Εθνική, διατελώντας για αρκετές σεζόν αρχηγός της και χάνοντας πολλές αναμετρήσεις της εξ αιτίας της… αυτοθυσίας του, λόγω της οποίας τραυματιζόταν συχνά! Μάλιστα, όταν ήταν 30 ετών υποβλήθηκε σε τρεις εγχειρήσεις στο γόνατο, αλλά επανήλθε!

Το 1992 ο Ντούσαν Μπάγεβιτς ήθελε να τον φέρει στην ΑΕΚ. Όμως, ο Αγγελόπουλος δεν έκανε ποτέ το παραπάνω βήμα. Έμεινε για πάντα… κάτοικος Κορυδαλλού, χωρίς να απολαύσει μια μεγάλη διάκριση. Έλαβε μέρος σε 350 επαγγελματικούς αγώνες.

Αξίζει, δε, να επισημανθεί, ότι την αγωνιστική περίοδο 1995/1996 και ενώ βρισκόταν εκτός δράσης λόγω ενός τραυματισμού, ο Αγγελόπουλος ήταν, εκτός από ποδοσφαιριστής της Προοδευτικής και (τιμής ένεκεν)… πρόεδρός της, κάτι, το δίχως άλλο, μοναδικό!

Αφού κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια παρέμεινε στην Προοδευτική ως τεχνικός διευθυντής και το 2007 ανέλαβε το ίδιο πόστο στον Ατρόμητο, το οποίο κατέχει… έως και σήμερα, αποτελώντας έναν από τους μακροβιότερους παράγοντες στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου!



Πέτρος Τεγγελίδης by stokegeo
01/01/2024, 10:11
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Ο επιθετικός Πέτρος Τεγγελίδης έγραψε τη δική του, ξεχωριστή και λαμπρή, σελίδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ σε κάποια από τις λεγόμενες «μεγάλες» ομάδες του!

Επίσης, κατόρθωσε και να αγαπηθεί από το κοινό των συλλόγων τη φανέλα των οποίων φόρεσε, αφού η προσφορά του υπήρξε, το δίχως άλλο, πολύτιμη. Το όνομά του, πάντως, το συνέδεσε με την Ξάνθη, με την οποία πραγματοποίησε τις καλύτερές του εμφανίσεις κάνοντας μάλιστα και ρεκόρ! Στα προσόντα του συγκαταλεγόταν η αίσθηση του γκολ που διέθετε, το πάθος, η ποιότητα και η μαχητικότητά του.

Ο βραχύσωμος (1,75μ.) άσος, που κατάγεται από τα Κομνηνά της Ξάνθης, γεννήθηκε το 1968, στη Γερμανία. Εκεί έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα, στα τμήματα υποδομής του συλλόγου της γενέτειράς του, TSV Βέλμπεργκ.

Έπειτα μετακινήθηκε στους Κίκερς Στουτγκάρδης, αλλά στα 18 του ήλθε στην χώρα της καταγωγής του, εντάχθηκε στον ΠΑΟΚ και μάλιστα προωθήθηκε και στην ανδρική ομάδα του. Την ασπρόμαυρη φανέλα, ωστόσο, δεν έμελλε να την φορέσει, καθώς οι Κίκερς αξίωσαν ένα σημαντικό ποσό για να τον παραχωρήσουν και ο «Δικέφαλος του Βορρά» δεν το έδωσε.

Έτσι, επέστρεψε στη Γερμανία, αλλά η καριέρα του δεν εξελισσόταν όπως και εκείνος θα ήθελε. Στο τέλος της περιόδου 1991/1992 μετακόμισε στην Ξάνθη, αρπάζοντας την ευκαιρία που του έδωσε η τοπική ομάδα αφού πρώτα την… εντυπωσίασε αγωνιζόμενος σε ένα φιλικό της! Τα επόμενα χρόνια υπήρξε βασικότατο στέλεχος των «ακριτών», βοηθώντας τους αποφασιστικά, κερδίζοντας και τη φήμη, με τα γκολ που σημείωνε.

Το καλοκαίρι του 1995 άφησε την Ξάνθη και πήγε στην Πελοπόννησο, για την Καλαμάτα. Φόρεσε μιάμιση χρονιά τα χρώματα της «Μαύρης Θύελλας», με απολογισμό 7 γκολ σε 42 ματς πρωταθλήματος και Κυπέλλου και, τον Φεβρουάριο του 1997, γύρισε στην Ξάνθη, παίζοντας μαζί της για άλλα δύο έτη.

Στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής έχει σημειώσει 38 γκολ σε 158 παιχνίδια με την Ξάνθη και παραμένει μέχρι τις ημέρες μας ο τρίτος σκόρερ στην ιστορία της, πίσω από τους Βραζιλιάνους Βεριντιάνο Μαρτσέλο (75 γκολ) και Λουτσιάνο Ντε Σόουζα (41 γκολ)!

Αφού και η δεύτερη θητεία του στην Ξάνθη, ολοκληρώθηκε, ο έμπειρος επιθετικός πέρασε από Πανσερραϊκό και Ναυπακτιακό και ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία πίσω στη Γερμανία, παίζοντας στις χαμηλότερες κατηγορίες της.

Σήμερα, ο Πέτρος Τεγγελίδης διαμένει μόνιμα στη Γερμανία και εξακολουθεί να βρίσκεται στον χώρο του ποδοσφαίρου: κατέχει το πόστο του προπονητή στην TSV Σοντεφίνγκεν, σύλλογο της 6ης κατηγορίας του πρωταθλήματος της Γερμανίας. Στο παρελθόν δούλεψε και σε άλλα κλαμπ των «μικρών» γερμανικών κατηγοριών.



Λινγκ Τσεν Λα (ή Τσου Λα Λινγκ, αν προτιμάτε!) by stokegeo
31/12/2023, 11:51
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Πρώτα διέπρεψε με τον Άγιαξ για αρκετά χρόνια παίζοντας και στην Εθνική Ολλανδίας, μετά ήλθε για λίγο (και προσέφερε λίγα) στον Παναθηναϊκό και έπειτα φόρεσε τη φανέλα της «αιώνιας» αντιπάλου του «Αίαντα», Φέγενορντ, ενώ σήμερα έχει αναπτύξει πολυσχιδή δραστηριότητα!

Ποιος τα έκανε όλα τα παραπάνω; Ο πρώτος, ιστορικά, Ολλανδός παίκτης που φόρεσε την φανέλα με το τριφύλλι κατάστηθα, ο Τσου Λα Λινγκ, όπως εδώ στην Ελλάδα προφέραμε το όνομά του (θα το πιάσουμε αργότερα και το θέμα της προφοράς του ονοματεπωνύμου του)!

Στις 6 Ιανουαρίου του 1956 γεννήθηκε, στην Χάγη, ο Τσου Λα Λινγκ, από Κινέζο πατέρα και Ολλανδή μητέρα. Αγωνιζόταν ως δεξιός εξτρέμ. Στην γενέτειρά του ξεκίνησε και την καριέρα του, το 1973, με τα χρώματα της Ντεν Χάαγκ, στην οποία έμεινε δύο σεζόν, με απολογισμό 3 γκολ σε 42 ματς, ενώ πήρε μαζί της το Κύπελλο Ολλανδίας το 1975. Στα χρόνια του εκεί ξεχώρισε ως σπουδαίο ταλέντο.

Το ζήτημα με τον πράγματι εξαιρετικό αυτόν ποδοσφαιριστή ήταν η ιδιοσυγκρασία του. Διέθετε θαυμάσια, απαράμιλλη τεχνική κατάρτιση, ήταν γρήγορος, ευκίνητος  και απρόβλεπτος και μπορούσε να κάνει αμίμητες ντρίμπλες. Στη μέρα του ήταν ικανός να διαλύσει οποιαδήποτε άμυνα – αν ήταν συγκεντρωμένος και «ψηνόταν» να παίξει όπως ήξερε και μπορούσε, βέβαια! Η φάση του ήταν λίγο «όσα πάνε κι όσα έρθουν», φαινόταν ώρες ώρες μέσα στο γήπεδο σαν να μην τον νοιάζει τίποτε απολύτως, σαν να… τεμπέλιαζε! Ήθελε να κάνει του κεφαλιού του, έκανε και έλεγε ό,τι ένιωθε, ήταν απείθαρχος.

Για παράδειγμα, παραμονές του τελικού του Κυπέλλου Ολλανδίας του 1975 πιάστηκε να… ξενυχτάει στα μπαρ της Χάγης, τα οποία, μάλιστα, καθόλου άγνωστα δεν του ήταν! Οι συμπαίκτες του, μην επιτρέποντας αυτή του τη συμπεριφορά, ψήφισαν να αποβληθεί από την αποστολή – έτσι κι έγινε! Λίγες ώρες αργότερα, η Ντεν Χάαγκ θα στεφόταν Κυπελλούχος Ολλανδίας και ο Λα Λινγκ, έχοντας ορκιστεί, τσαντισμένος, πως δεν θα ξαναφορούσε ποτέ την φανέλα της, πήγε στον Άγιαξ.

Στον «Αίαντα» ανέλαβε μία δύσκολη αποστολή: να αποτελέσει τον διάδοχο του θρυλικού Τζόνι Ρεπ, ο οποίος είχε μόλις φύγει για την Βαλένθια. Στην αρχή, παίζοντας υπό τις οδηγίες του Ρίνους Μίχελς, δεν έδειχνε όσα μπορούσε. Ο μέγιστος Ολλανδός τεχνικός δεν μπορούσε να τον «καλουπώσει» όπως θα ήθελε. Όταν, όμως, τα ηνία της ομάδας πήρε ο (μετέπειτα κόουτς του Παναθηναϊκού) Τόμισλαβ Ίβιτς, τα πράγματα άλλαξαν – ο Κροάτης έδωσε απόλυτη ελευθερία στον εξτρέμ του κι εκείνος του το ανταπέδωσε… σμπαραλιάζοντας τις αντίπαλες άμυνες, τη μία μετά την άλλη και ξετρελαίνοντας τους φίλους του Άγιαξ, που στη μία φάση τον αποθέωναν για τις ντρίμπλες του και στην επόμενη ήθελαν… να τον πλακώσουν στις μπουνιές για την αδιαφορία που παρουσίαζε!

Οι πολύ καλές εμφανίσεις του με τον Άγιαξ τού έδωσαν και το «εισιτήριο» για την Εθνική Ολλανδίας, στην οποία ντεμπουτάρισε το 1977. Υπήρξε μέλος της ως το 1982, κερδίζοντας 14 συμμετοχές (πέτυχε και 2 γκολ).

Από το 1981, ωστόσο, ο Λα Λινγκ έχασε σταδιακά τη θέση του στην ενδεκάδα του Άγιαξ. Στο Άμστερνταμ είχε πια επιστρέψει ο μύθος, Γιόχαν Κρόιφ, μετά από σχεδόν μία δεκαετία στο εξωτερικό και το σύνολο είχε «χτιστεί» γύρω του, με τον ίδιο να παίζει στο κέντρο και τον ανερχόμενο τότε Γκέραλντ Φάνενμπουργκ ως δεξί εξτρέμ. Τον Ιούλιο του 1982 ο κύκλος του Λα Λινγκ στον «Αίαντα» έλαβε και επίσημα τέλος, με απολογισμό 223 συμμετοχές και 66 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, μαζί με 4 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα Ολλανδίας. Επόμενος «σταθμός» του ήταν… ο Παναθηναϊκός!

Εξ αιτίας της σημαντικής έως τότε καριέρας του, η απόκτησή του από τους «πράσινους» προκάλεσε μεγάλο… ντόρο εδώ στην Ελλάδα! Ο Ολλανδός, όμως, δεν απέδωσε ποτέ τα αναμενόμενα. Έμεινε δύο χρονιές, έως το 1984, στο «τριφύλλι» και μόνο σε λίγα παιχνίδια (από τα 46 που συνολικά έπαιξε με τα χρώματά του) επέδειξε την υψηλή αγωνιστική αξία του… Σημείωσε 4 τέρματα στην εν Ελλάδι καριέρα του, όμως δεν έφυγε από αυτήν με τα χέρια του… άδεια, καθώς χάρηκε το νταμπλ το 1984. Την ίδια χρονιά, μετακόμισε στη Μαρσέιγ.

Ούτε εκεί στέριωσε. Γύρισε το 1985 στην Ολλανδία για τη μισητή, «αιώνια» αντίπαλο του Άγιαξ, την Φέγενορντ, στην οποία πάντως έμεινε μόνο ένα έτος (21 συμμ./2 γκολ). Κρέμασε τα παπούτσια του το 1987, αγωνιζόμενος με τη φανέλα της πρώτης του ομάδας, της Ντεν Χάαγκ. Ήταν μόλις 30 ετών.

Μετά το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε με διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες – σήμερα είναι ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης εταιρείας που πουλά επαγγελματικά συμπληρώματα διατροφής για αθλητές. Επίσης, ενεπλάκη για λίγο στα διοικητικά του Άγιαξ, ενώ από το 2007 μέχρι τώρα είναι ο… ιδιοκτήτης της σλοβακικής Τρέντσιν! Όμως, κάποια στιγμή περιήλθε σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση εξ αιτίας του πάθους του για τον τζόγο μα και κακών επενδύσεων που έκανε. Βρέθηκε να χρωστά πολλά χρήματα και αναγκάστηκε ως και να πουλήσει το… σπίτι του! Ευτυχώς, τα κατάφερε, ξέμπλεξε!

Τέλος, ο Τσου Λα Λινγκ, που ποτέ δεν αγωνίστηκε όπως μπορούσε όσο φόρεσε τα πράσινα του Παναθηναϊκού, απασχόλησε την κοινή γνώμη και με το πώς προφέρεται το… όνομά του! Διάφορες εκδοχές και… ορθογραφίες κυκλοφόρησαν κατά καιρούς (Σεν Λα Λιγκ, Τσεν Λα Λινγκ, Τιέου Λα Λινγκ, κ.ά.). Στην χώρα του τον έλεγαν κυρίως «Τσέου Λα Λινγκ». Ο ίδιος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά σε αυτό το ζήτημα. Το 2007, όμως, επιτέλους έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, διευκρινίζοντας ότι η σωστή προφορά του ονόματός του είναι «Λινγκ Τσεν Λα», το οποίο, στα κινεζικά, θα πει «αυτός που γεννήθηκε στην ανατολική πλευρά του δάσους όταν είχε ευνοϊκό άνεμο»!



Νίκος Κόβης by stokegeo
28/12/2023, 19:05
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Ο κορυφαίος Τούρκος προπονητής Φατίχ Τερίμ είναι αυτός που κρατά πλέον στα χέρια του τα ηνία του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού. Με αφορμή το γεγονός αυτό, το Τρελοποδόσφαιρο θα θυμηθεί την καριέρα ενός Έλληνα ποδοσφαιριστή που διέπρεψε στο «τριφύλλι» έχοντας έλθει κι εκείνος από την Τουρκία, όπου επίσης είχε κάνει σπουδαία καριέρα. Μιλάμε για τον Νίκο Κόβη.

Αυτός ο εξαιρετικός κεντρικός αμυντικός έχει τουρκική υπηκοότητα, αλλά ελληνική καταγωγή. Γεννήθηκε το 1953 και είναι από την Πρώτη, ένα από τα Πριγκηποννήσια, τα οποία βρίσκονται στη θάλασσα του Μαρμαρά.

Ξεκίνησε την καριέρα του στην Βέφα, σύλλογο μίας γειτονιάς της Κωνσταντινούπολης, την σεζόν 1968/60. Με τις εμφανίσεις του εντυπωσίασε και, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, μια μεγαλύτερη ομάδα φροντίζει να εντάξει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στη δύναμή της το εκκολαπτόμενο αστέρι. Στην περίπτωση του Κόβη, ήταν η σπουδαία Μπεσίκτας που τον έκανε δικό της, το 1973.

Αγωνίστηκε έως το 1978 στους «μαύρους αετούς» και όλα αυτά τα χρόνια ήταν βασική επιλογή τους, ενώ διετέλεσε και αρχηγός τους. Βέβαια, όσο βρισκόταν στην δύναμή τους ήταν η Γαλατάσαραϊ, η Φενέρμπαχτσε και η Τραμπζονσπόρ που κατέκτησαν το πρωτάθλημα (μία φορά η πρώτη, τρεις φορές η δεύτερη, δύο φορές η τρίτη).

Κέρδισαν, όμως, εκείνος και η Μπεσίκτας έναν τίτλο: το Κύπελλο Τουρκίας, το 1975, με τον ίδιο να βρίσκει μάλιστα μία φορά δίχτυα στον διπλό τελικό με την Τραμπζονσπόρ (ήττα 0-1 εκτός, νίκη 2-0 εντός)! Χάρη στις εμφανίσεις του με την Μπεσίκτας κλήθηκε και έπαιξε και στην Εθνική Ανδρών της Τουρκίας, με την οποία κατέγραψε πέντε συμμετοχές – προηγουμένως είχε διατελέσει αρχηγός της Εθνικής ομάδας των Ελπίδων Τουρκίας.

Το 1978, έμπειρος πια, έρχεται στην χώρα της καταγωγής του. Προορισμός του, ο Παναθηναϊκός. Δέσποσε και στην «πράσινη» αμυντική γραμμή, μέλος της οποίας υπήρξε έως το 1983, φορώντας και σε αυτήν την περίπτωση το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Χρησιμοποιήθηκε σε 138 αναμετρήσεις, σε όλες τις διοργανώσεις.

Πάντως, όπως και στην Μπεσίκτας, έτσι και στον Παναθηναϊκό πανηγύρισε μόνο έναν τίτλο, ένα Κύπελλο Ελλάδας, το 1982. Κατόπιν, μεταγράφηκε στον ΟΦΗ, με τη φανέλα του οποίου τελικά αποσύρθηκε από τα γήπεδα το 1985.

Κατόπιν, αφοσιώθηκε στην προπονητική και δούλεψε σε πολλές ελληνικές ομάδες (λ.χ. Πατραϊκό, Ε.Α. Ρεθύμνου, Παναργειακό, Απόλλωνα Σμύρνης, Π.Α.Σ. Γιάννενα, Καλλιθέα, Λεβαδειακό, Αθηναϊκό, Α.Ο. Αγίου Νικολάου Κρήτης και Προοδευτική. Επίσης, εργάστηκε και στον Παναθηναϊκό, ως τεχνικός διευθυντής των ακαδημιών του αλλά και ως σκάουτερ.

Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ο Νίκος Κόβης είναι ο ένας από τους συνολικά τέσσερις ελληνικής καταγωγής ποδοσφαιριστές που έπαιξαν στην Εθνική Τουρκίας. Οι άλλοι τρεις είναι ο μύθος της Φενέρμπαχτσε, ο επιθετικός Λευτέρης Αντωνιάδης (ή «Λεφτέρ» ή «Κιουτσουκαντωνιάδης», όπως τον αποκαλούν οι γείτονές μας!), ο επιθετικός Κώτσος Κασάπογλου («βασιλιά των πέναλτι», τον έλεγαν στην Τουρκία) και ο σέντερ μπακ Αλέκος Ιορδάνου (ο οποίος αγωνίστηκε και σε ΑΕΚ, Αιγάλεω και Κορωπί).



Ρομπέρτο Καλκατέρα by stokegeo
23/10/2023, 19:51
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Τον Ουάσινγκτον Ρομπέρτο Καλκατέρα, τον «Τσουέκο», όπως τον αποκαλούν στην πατρίδα του, την Ουρουγουάη, οι φίλοι του Εθνικού Πειραιά δεν τον ξέχασαν ούτε θα τον ξεχάσουν ποτέ. Αυτό, άλλωστε, δεν γίνεται: πρόκειται για τον καλύτερο ξένο ποδοσφαιριστή που φόρεσε τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας!

Ούτε το ελληνικό ποδόσφαιρο θα ξεχάσει ποτέ αυτόν τον επιθετικό, που το κόσμησε με την, μικρής διάρκειας μεν, εξαιρετική από άποψη ποιότητας και προσφοράς δε, παρουσία του σε αυτό. Τι κρίμα, που, γυρίζοντας πίσω στην «ελληνική» του καριέρα, διαπιστώνει κανείς πόσα περισσότερα θα μπορούσε να είχε προσφέρει ο έξοχος αυτός άσος, εάν τον άφηναν οι σοβαροί τραυματισμοί.

Ήταν το 1976. Πρώτη αγωνιστική του πρωταθλήματος και ο Εθνικός έπαιζε εκτός έδρας με τον Πανσερραϊκό. Ο τερματοφύλακας των «λιονταριών» έκανε ένα πολύ σκληρό τάκλιν στον Καλκατέρα και του έσπασε το πόδι. Ο Άγγλος προπονητής του Εθνικού, Τζον Μόρτιμερ, δεν αντικατέστησε αμέσως τον Λατινοαμερικανό παρά μετά από πολλή ώρα και ενώ πλέον αυτός δεν μπορούσε καν να πατήσει το πόδι του. Ήταν 26 χρόνων και η καριέρα του, δίχως τότε να το ξέρει, είχε λάβει σε μεγάλο ποσοστό τέλος, λόγω εκείνου του τρομερού τραυματισμού.

Πριν από αυτήν την ατυχία του, όμως, ο γεννημένος στην πόλη Ντολόρες φορ είχε προλάβει να δείξει την «πάστα» του. Είχε ξεκινήσει την καριέρα του το 1964 στη χώρα του, στην άσημη Λιμπερτάδ του μικρού χωριού Κανιάδα Νιέτο, που βρίσκεται πολύ κοντά στη γενέθλια πόλη του.

Το 1970, ωστόσο, τον απέκτησε ο ένας από τους δύο πιο μεγάλους συλλόγους της Ουρουγουάης, η Νασιονάλ του Μοντεβιδέο (σ.σ. ο άλλος είναι η Πενιαρόλ). Στην «τρικολόρ» έμεινε έως το 1974 και, σε 76 εμφανίσεις, σημείωσε 29 γκολ, πανηγυρίζοντας την κατάκτηση τριών πρωταθλημάτων Ουρουγουάης, ενός Κόπα Λιμπερταδόρες (1971) και ενός Διηπειρωτικού Κυπέλλου (1971, σε διπλούς αγώνες εναντίον του… Παναθηναϊκού, που αντικαθιστούσε τον πρωταθλητή Ευρώπης Άγιαξ ο οποίος δεν επιθυμούσε να «κατέβει» να αντιμετωπίσει τους σκληροτράχηλους Ουρουγουανούς!).

Το 1974 διέσχισε τον Ατλαντικό και εντάχθηκε στον Εθνικό, όπου έμεινε έέως το 1977, έχοντας 21 γκολ σε 44 συναντήσεις. Από αυτά τα γκολ, τα 20 τα πέτυχε σε μια μόνο περίοδο, το 1974/75, όντας μάλιστα ο πρώτος σκόρερ, τότε, του πρωταθλήματος, μαζί με τον «ψηλό» του Παναθηναϊκού, τον μέγιστο Αντώνη Αντωνιάδη! Τη συγκεκριμένη χρονιά ο Εθνικός τερμάτισε τέταρτος, που είναι η καλύτερή του επίδοση στα χρονικά, ενώ ο Καλκαντέρα έγινε ο πρώτος ξένος παίκτης που βγήκε τοπ «κανονιέρης» στο πρωτάθλημά μας.

Ποδοσφαιριστής με ανεξάντλητο πάθος, αρχοντικός και ουσιαστικός, με θαυμάσια τεχνική αλλά και σπουδαίο ήθος και χαρακτήρα, έδινε το «κάτι άλλο» στο παιχνίδι. Ο Εθνικός, από «καλή ομάδα» έγινε «σπουδαία ομάδα», καθοδηγούμενος από τη δική του ποδοσφαιρική μουσική. Το «Καραϊσκάκη» γέμιζε όχι μόνο από τους φιλάθλους του Εθνικού, μα και από άλλων ομάδων, που έρχονταν για να δουν από κοντά τον Καλκαντέρα να παίζει. Έρχονταν να θαυμάσουν την ακτινοβολία και την ισχυρή του προσωπικότητα μέσα στο γήπεδο, τα απίθανα άλματά του, τα τρομερά του σουτ και με τα δύο πόδια…

Επέστρεψε στην Ελλάδα τη σεζόν 1979/80, όταν ο επαγγελματισμός είχε μπει πλέον στο ελληνικό φούτμπολ. Αλλά, δεν έμεινε πολύ. Δεν είχε ξεπεράσει τους τραυματισμούς του. Δεν ήταν πια ο ίδιος. Πάντα έλεγε ότι ήθελε να πάει τον Εθνικό ακόμα ψηλότερα. Δεν τα κατάφερε.

Επισκέφτηκε τη χώρα μας ξανά κάποιες φορές στα επόμενα χρόνια. Λόγου χάρη, το 1995, όταν ο τότε πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ), Αντώνης Αντωνιάδης, του έδωσε το «Βραβείο του Ποδοσφαιριστή», ενώ και ο Εθνικός τον τίμησε το 2006 (με το «Χρυσό Παπούτσι»).

Μετά το τέλος της σταδιοδρομίας του ασχολήθηκε με επιχειρηματικές δραστηριότητες και ακόμη δίδαξε το ποδόσφαιρο σε μικρά παιδιά σε ακαδημίες.



Γιώργος Αθανασιάδης by stokegeo
22/10/2023, 19:17
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Ο Γιώργος Αθανασιάδης κατάφερε μία, πράγματι, μοναδική επίδοση στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας: σκόραρε με τη φανέλα και των επτά συνολικά ομάδων με τις οποίες αγωνίστηκε στην Α’ Εθνική!

Ο αριστεροπόδαρος μεσοεπιθετικός γεννήθηκε το 1963 και το συναρπαστικό ταξίδι της καριέρας του άρχισε από το Περιστέρι. Πότε τελείωσε; Όταν ο ίδιος ήταν πια… 41 χρόνων! Όλη του τη ζωή την ξόδεψε στα γήπεδα. Σήμερα συνεχίζει να βρίσκεται στον… οικείο του χώρο, αλλά ως προπονητής πια.

Το μακρινό 1982, λοιπόν, ο Γιώργος Αθανασιάδης συμμετείχε πλάι στους επαγγελματίες του Αιγάλεω στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής ως αριστερός εξτρέμ (προηγουμένως ήταν σε ερασιτεχνικό σύλλογο του Λόφου Αξιωματικών, στο Περιστέρι). Την ίδια χρονιά, αγοράζει τα δικαιώματά του ο Παναθηναϊκός, που τον άφησε όμως δανεικό στο «Σίτι» για να «ψηθεί», ενώ τον δάνεισε για τον ίδιο λόγο στον Απόλλωνα Σμύρνης μία διετία αργότερα.

Στην «Ελαφρά Ταξιαρχία» βρίσκεται έως το 1986 (προσφέροντας ως αριστερός εξτρέμ και ως κεντρικός μέσος). Κατόπιν, μετακινείται στον ΟΦΗ και το 1988 επιστρέφει στον Απόλλωνα. Οκτώ χρόνια αφότου είχε αποκτηθεί από τον Παναθηναϊκό, το 1992, αξιώνεται τελικά να αγωνιστεί με τα χρώματά του.

Μένει έναν χρόνο στο «τριφύλλι», δίχως ωστόσο να κατορθώσει να μονιμοποιηθεί στην ενδεκάδα του. Δίνεται κατόπιν στην Ξάνθη, ως αντάλλαγμα για τη μετακίνηση του Μαρίνου Ουζουνίδη στους «πράσινους». Με τους «ακρίτες» παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο της σταδιοδρομίας του και τους βοηθά (μαζί με μερικούς ακόμη σπουδαίους ποδοσφαιριστές, όπως ο Μάκης Τζάτζος, ο Νίκος Κεχαγιάς, ο Βεριντιάνο Μαρτσέλο, κ.ά.) να σταθεροποιηθούν στα «σαλόνια» του ποδοσφαίρου μας.

Τον Δεκέμβριο του 1995 πηγαίνει ξανά στον ΟΦΗ, από όπου ξαναφεύγει για να παίξει διαδοχικά σε Καβάλα, Εθνικό Πειραιά, Αμπελοκήπους, Γλυκά Νερά. Με τη φανέλα των τελευταίων, στα… βαθιά ποδοσφαιρικά γεράματά του, αποσύρεται από την ενεργό δράση.

Παίκτης με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση, ταχύτητα και οξυδέρκεια, αλλά ταυτόχρονα πολύ συναισθηματικός και δίχως σιγουριά για τις δυνάμεις του, δεν είχε σταθερότητα όσο έπαιζε. Σίγουρα μέτρησαν και οι πολλές αλλαγές περιβάλλοντος που βίωσε. Έλαβε μέρος σε 325 αγώνες Α’ Εθνικής, σκοράροντας 75 γκολ. «Παράσημό» του αποτελούν οι 9 συμμετοχές και το ένα τέρμα που «έγραψε» με τη φανέλα της Εθνικής μας ομάδας των Ανδρών.

Ως προπονητής, εργάστηκε, μεταξύ άλλων, σε Πεύκη, Γλυκά Νερά, Αθηναΐδα Κυψέλης, Ελλάδα Σύρου, Πανναξιακό, Α.Ο. Μυκόνου, Αιγάλεω, Ήφαιστο Περιστερίου, Αγίους Αναργύρους και Αμάρυνθο Ευβοίας.

Πάντως, εκτός από το ιδιότυπο ρεκόρ του που αναφέραμε στον πρόλογο του αφιερώματός μας, ο ικανότατος Γιώργος Αθανασιάδης θα θυμάται από την πολύχρονη πορεία του ως ποδοσφαιριστής και το περιστατικό που του συνέβη ενώ ήταν παίκτης της Καβάλας: σε ματς εναντίον του Εδεσσαϊκού (το οποίο η ομάδα του κέρδισε με 2-0) ο ίδιος αγωνιζόταν για δέκα ολόκληρα λεπτά με… εγκεφαλική διάσειση! Με το που έληξε το παιχνίδι, σωριάστηκε αναίσθητος στο χόρτο! Ξεπέρασε φυσικά το πρόβλημα, μα η ζωή του είχε άμεσα κινδυνεύσει!



Δημήτρης Σπεντζόπουλος by stokegeo
21/10/2023, 14:13
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Στο πρόσωπο του Δημήτρη Σπεντζόπουλου οι Έλληνες φίλαθλοι αναγνωρίζουν έναν σπουδαίο γκολτζή που ανέδειξε το ποδόσφαιρο της Πελοποννήσου και έναν θρύλο της Παναχαϊκής!

Συνταξιούχος πλέον της Εθνικής Τράπεζας, ο παλαίμαχος επιθετικός ασχολήθηκε και με την προπονητική άμα τη λήξει της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του στα γήπεδα. Δούλεψε σε ομάδες τοπικών πρωταθλημάτων (κυρίως στον νομό Αχαΐας) αλλά και σε ακαδημίες, διδάσκοντας τα μυστικά της μπάλας στα νέα παιδιά.

Ο Δημήτρης Σπεντζόπουλος είναι Καλαματιανός. Γεννήθηκε το 1950. Η επιθυμία του να ασχοληθεί ενεργά με το ποδόσφαιρο ήταν έντονη και έτσι βρέθηκε, σε μικρή μάλιστα ηλικία (εννέα ετών), στο δυναμικό του Απόλλωνα Καλαμάτας. Με τη δική του φανέλα έκανε το ντεμπούτο του στη Β’ Εθνική, μόλις στα 14 του χρόνια.

Μετά από συγχώνευση που έλαβε χώρα το 1967 δημιουργήθηκε η ομάδα της Καλαμάτας, μέλος της οποίας έγινε αμέσως ο νεαρός τότε άσος. Αγωνιζόμενος με τα χρώματα της «μαύρης θύελλας» αγωνίστηκε στη Β’ και, για πρώτη φορά, στην Α’ Εθνική, κάνοντας αίσθηση, παίζοντας όμως σε ρόλο μεσοεπιθετικού (152 συμμετοχές/35 γκολ συνολικά).

Το καλοκαίρι του 1973 και παρότι τον ήθελαν και άλλες ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ και ο Πανιώνιος, εκείνος έγινε παίκτης της Παναχαϊκής. Τότε, όλα άλλαξαν γι’ αυτόν, αφού κλήθηκε να δώσει λύσεις στο σκοράρισμα ως κλασικός πλέον επιθετικός, μετά και τον σοβαρό τραυματισμό του τότε φορ της πατρινής ομάδας, Ανδρέα Μιχαλόπουλου. Ανέπτυξε… ερωτική σχέση με τα δίχτυα των αντιπάλων, η οποία και τον καθιέρωσε στο βασικό σχήμα!

Δυνατός, άμεσος, ουσιαστικός, ικανός τόσο στο ψηλό όσο και στο χαμηλό παιχνίδι, έδωσε πολλά στους «κοκκινόμαυρους», με τους οποίους πράγματι συνέδεσε το όνομά του. Στα χρόνια του η Παναχαϊκή διέθετε ένα αξέχαστο, για την σπουδαία του ποιότητα, σύνολο, έχοντας στη δύναμή της παίκτες όπως ο Κώστας Δαβουρλής, ο Θέμης Ρήγας, ο Βασίλης Στραβοπόδης, ο Πέτρος Λεβεντάκος, ο Ανδρέας Μιχαλόπουλος, ο Αντώνης Τζανετουλάκος κ.ά.

Μάλιστα, την πρώτη του σεζόν στην ομάδα, η Παναχαϊκή έγινε ο πρώτος επαρχιακός σύλλογος που παίζει στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, προνόμιο που είχε κατακτήσει την περασμένη περίοδο βγαίνοντας τέταρτη στο πρωτάθλημα! Στον πρώτο γύρο της ευρωπαϊκής διοργάνωσης το πελοποννησιακό σύνολο απέκλεισε με δύο νίκες, 2-1 και 1-0, την αυστριακή Γκράτσερ, πριν υποκύψει στην ολλανδική Τβέντε στον δεύτερο γύρο (1-1, 0-7). Στα δύο ματς με τους Αυστριακούς, ο Σπεντζόπουλος έβαλε δύο γκολ!

Με τα χρώματα των Καλαμάτας και Παναχαϊκής ο Σπεντζόπουλος χρησιμοποιήθηκε σε 272 ματς Α’ Εθνικής και σημείωσε 73 γκολ, τα 25 εκ των οποίων ήταν με το κεφάλι! Στα 32 του, σε μία αναμέτρηση με τον Ηλυσιακό στου Ζωγράφου, υπέστη κάταγμα κνήμης και περόνης.

Το 1984/85 αποδεσμεύθηκε από την Παναχαϊκή και συνέχισε αλλού την καριέρα του, αγωνιζόμενος μέχρι τα βαθιά ποδοσφαιρικά του «γεράματα»! Έπαιξε έως τα 38 του, στον Α.Ο. Αγρινίου και στον Άρη Πατρών. Εν συνεχεία αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.

Αυτός ο χαρισματικός σκόρερ δεν ευτύχησε να αγωνιστεί ούτε μία φορά με την Εθνική μας ομάδα. Κατάφερε, ωστόσο, να λάβει μέρος σε 500 επίσημα παιχνίδια εθνικών κατηγοριών! Η καλύτερη και σίγουρα πιο παραγωγική του χρονιά, πάντως, ήταν το 1979/80, όταν σημείωσε 15 γκολ και ήταν τρίτος σκόρερ του πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής κατηγορίας!



Μιχάλης Δράκος by stokegeo
17/10/2023, 12:21
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Όταν η ομάδα του Αθλητικού Συλλόγου Ρόδου συμμετείχε για πρώτη φορά στην ιστορία της στην Α’ Εθνική, τις αγωνιστικές περιόδους 1978/79 και 1979/80, πολλοί ήταν οι παίκτες της οι οποίοι ξεχώρισαν με την πολύ καλή απόδοσή τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Μιχάλης Δράκος!

Η σταθερότητα και η πειθαρχία ήταν σήματα κατατεθέντα του παιχνιδιού αυτού του ψηλού (1,92 μ.) και επιβλητικού δεξιού ή κεντρικού χαφ. Βρισκόταν πάντοτε εκεί που έπρεπε. Εάν, όμως, έπρεπε να αφήσει για κάποιον λόγο την θέση του, κάλυπτε με γρηγοράδα τα κενά, βοηθούμενος και από τον μεγάλο του διασκελισμό (παρά το ύψος του). Διέθετε, επίσης, πολύ καλή τεχνική. Προσέφερε τις υπηρεσίες του αθόρυβα, με γνώμονα το καλό του συνόλου και ήταν πράγματι αναντικατάστατος στα «ελάφια». Του άρεσε, ακόμη, να προωθείται στις στημένες φάσεις και να σκοράρει με κεφαλιές.

Την σεζόν 1978/79, δε, ο Ροδίτης άσος έκανε και ρεκόρ! Στην εντός έδρας νίκη της 15ης Απριλίου 1979 με σκορ 5-1 επί της Καβάλας έβαλε όλα τα γκολ της ομάδας του «σμαραγδένιου νησιού», μπαίνοντας έτσι στο κλειστό… κλαμπ των ποδοσφαιριστών που έχουν πετύχει «πενταρέ» στην ιστορία της «μεγάλης» κατηγορίας!

Το 1953 γεννήθηκε ο Μιχάλης Δράκος και στα παιδικά του χρόνια έπαιξε στον ιστορικό Φοίβο Κρεμαστής. Το 1974, όμως, μετακινήθηκε στον Α.Σ. Ρόδου. Δεν άργησε να ξεχωρίσει και εκεί και να κάνει ένα εξαιρετικό κεντρικό δίδυμο με τον φίλο του, Κώστα Παπαοικονόμου (με τον οποίο εξάλλου ήταν συμπαίκτες από μικροί στον Φοίβο).

Το 1978 πανηγύρισε την άνοδο της Ρόδου στην Α’ Εθνική, στην οποία αγωνίστηκε μαζί της τα επόμενα δύο χρόνια. Το 1980, θέλοντας να είναι μέλος ενός πιο φιλόδοξου συλλόγου, μεταγράφηκε στον ΟΦΗ. Φόρεσε τη φανέλα του για μία διετία και ύστερα επέστρεψε στη Ρόδο, μόνο, όμως, για να ζήσει ημέρες παρακμής για τα «ελάφια», αφού πλέον είχε παρέλθει η χρυσή τους εποχή…

Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1986, στα 33 του, αφού η ανάκαμψη της Ρόδου που ο ίδιος ανέμενε δεν ερχόταν. Κατέγραψε 113 συμμετοχές (80 με την Ρόδο και 33 με τον ΟΦΗ) σε επίπεδο Α’ Εθνικής, ενώ έβαλε και 13 γκολ. Αργότερα, εργάστηκε ως προπονητής στην ομάδα όπου αναδείχθηκε, τον Φοίβο Κρεμαστής, καθώς και σε αρκετούς άλλους συλλόγους του νησιού του αλλά και στη Μεικτή της τοπικής ποδοσφαιρικής Ένωσης, όπως και σε τμήματα υποδομής.

Επιπλέον, κατέβηκε και στον… πολιτικό στίβο, διατελώντας πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Κρεμαστής.



Γιώργος Βλαστός by stokegeo
16/10/2023, 10:00
Filed under: Ελληνικό ποδόσφαιρο, Παίκτες

Ο επιθετικός Γιώργος Βλαστός ήταν μία «σημαία» του ΟΦΗ, τον οποίο υπηρέτησε για μία ολόκληρη δεκαετία (1982-1992) «φορτώνοντας» με γκολ τις εστίες των αντιπάλων του και προσφέροντας αμέτρητες στιγμές χαράς και περηφάνιας στους φιλάθλους του, ενώ «έγραψε» και σημαντικά ρεκόρ.

Μάλιστα, αφού πια είχε κρεμάσει τα παπούτσια του διετέλεσε για ένα διάστημα μέλος του τεχνικού επιτελείου, γενικός αρχηγός, προπονητής στα τμήματα υποδομής αλλά και τεχνικός διευθυντής στους «μελανόλευκους».

Ο Ηρακλειώτης παίκτης γεννήθηκε το 1964 και ξεκίνησε την καριέρα του από τις ακαδημίες του Εργοτέλη. Σταδιακά ανέβηκε στην πρώτη ομάδα των «κιτρινόμαυρων», με την οποία έκανε καλές χρονιές σκοράροντας 20 και περισσότερα γκολ ανά σεζόν. Το 1982, όμως, όταν ήταν πια ελεύθερος βάσει του νόμου που τότε ήταν σε ισχύ, τον έκανε δικό του ο συμπολίτης ΟΦΗ, ο οποίος για καιρό τον παρακολουθούσε.

Έγινε, στα 18 του χρόνια, ο νεότερος αρχηγός στην ιστορία του «Ομίλου». Γρήγορος, με άνεση στο σκοράρισμα, θαυμάσια τεχνική κατάρτιση και ακτινοβολία στον αγωνιστικό χώρο, υπήρξε πάντοτε μπροστάρης στις προσπάθειες της ηρακλειώτικης ομάδας, της οποίας ο ίδιος ήταν αληθινή «σημαία» και μάλιστα ευτύχησε να πανηγυρίσει και έναν τίτλο μα και άλλες διακρίσεις μαζί της.

Το 1987 ο ΟΦΗ κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας στο ΟΑΚΑ, επικρατώντας του Ηρακλή στη διαδικασία των πέναλτι – ο Βλαστός δεν έλαβε μέρος σε αυτό το ματς. Τρία χρόνια μετά, το 1990, η ομάδα του έφθασε ξανά στον τελικό του Κυπέλλου και σε αυτήν την περίπτωση ο σπουδαίος σκόρερ βρήκε τον δρόμο προς τα δίχτυα μια φορά, αλλά ο αντίπαλος, ο Ολυμπιακός, νίκησε με 4-2.

Μια άλλη πολύ μεγάλη στιγμή στη σταδιοδρομία του στους «μελανόλευκους» ήταν όταν σημείωσε το πρώτο ευρωπαϊκό τους γκολ: ήταν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1986, ο ΟΦΗ αντιμετώπιζε εντός έδρας την γιουγκοσλαβική (σ.σ. κροατική σήμερα) Χάιντουκ Σπλιτ για τον πρώτο γύρο του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και χάρη σε δικό του τέρμα την κέρδισε με 1-0!

Ο Βλαστός είναι, επιπλέον, ο ένας και μοναδικός παίκτης στην ιστορία του ΟΦΗ που έχει σημειώσει τέσσερα τέρματα σε ένα παιχνίδι, στη νίκη με 6-2 επί του Πιερικού στις 12 Μαΐου του 1985 – μάλιστα, όλα του τα γκολ τα πέτυχε… στο πρώτο ημίχρονο!

Το 1989 πανηγύρισε και το Βαλκανικό Κύπελλο με τον ΟΦΗ – στη νίκη με 3-1 επί της γιουγκοσλαβικής (σ.σ. σερβικής σήμερα) Ραντνίτσκι Νις στον τελικό έβαλε ένα γκολ. Πρέπει, ακόμη, να αναφερθεί πως αποβλήθηκε μία μονάχα φορά στα χρόνια που έπαιξε (δείγμα του σπάνιου ήθους του).

Επηρεάστηκε πάντως σοβαρά η απόδοσή του το 1985, όταν έμεινε λίγο παραπάνω από έναν χρόνο εκτός αγωνιστικής δράσης λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατο. Επέστρεψε, ωστόσο, δριμύτερος.

Σταδιακά πέρασε σε ρόλο μέσου ή μεσοεπιθετικού όσο τα χρόνια περνούσαν. Το 1992 έκλεισε ο κύκλος του στον ΟΦΗ, με απολογισμό 56 γκολ, επίδοση που τον φέρνει στην τρίτη θέση του πίνακα των σκόρερ της κρητικής ομάδας όλων των εποχών (πίσω από τους Νίκο Νιόπλια και Νίκο Μαχλά). Πήγε στην Καλαμάτα και από εκεί γύρισε στην Κρήτη για την ΕΑ Ρεθύμνου, ενώ κρέμασε τα παπούτσια του ως παίκτης του Αγίου Νικολάου το 1997.

Ακολούθησε έπειτα καριέρα προπονητή. Ξεκίνησε ως μέλος του τεχνικού επιτελείου του ΟΦΗ και συνέχισε δουλεύοντας σε Ηρόδοτο, Θύελλα Πατρών, Παναιγιάλειο, Επισκοπή, Γιούχτα, Πανηλειακό, Καλλιθέα, Πανναξιακό κ.ά.

Ο γιος του, Αλέξανδρος, ακολούθησε τα βήματά του και έγινε και εκείνος ποδοσφαιριστής.